Σάββατο 4 Σεπτεμβρίου 2010

Μερος 3.


 Μέρος δεύτερον

Στο Παρασάμι βλέποντες μεγάλην δυστυχίαν
(διότι καταγίνονται εις την σπογγαλιειαν),

το έκαμαν παράπονον ευθύς εις τον Σουλτάνον
το ότι κατεστράφησαν στον τόπον των επάνω.

Να στείλη μιαν διαταγήν αι μηχαναί να παύσουν
διότι όσαις πιάσωσι βέβαια θα τας κάψουν.

Κ’ έκαμον επανάστασιν στο Παρασάμι κάτω
και πόλεμον εκύριξαν κατά των μανικάτων.

Και έτσι δεν αφίνουσι καμιάν να πλησιάση
εις τα δικά των τα νερά μήτε να τα λογιάση.

Διότι όσας έπιασαν τας εκατατσακίσαν
και όλους τους ανθρώπους των τους καταφυλακίσαν.

Ιδών λοιπόν ο Βασιλεύς τόσην ανησυχίαν
και εξετάσας και μαθών την τόσην δυστυχίαν,

έγραψεν εις το κράτος του ότι να μη δουλεύουν
εις το εξής αι μηχαναί διότι δυσκολεύουν.

Όλους τους υπηκόους του απ’ τα συμφέροντά των
και όλοι των εχάθησαν με τα υπάρχοντά των.

Και χάνονται και άνθρωποι με το να αποθαίνουν
και άδικα στον θάνατον μονάχοι των διαβαίνουν.

Έτι κουτσαίνουσι πολλοί χειρότερα ακόμα
διότι ώσπερ ερπετά σύρνονται εις το χώμα.

Λοιπόν ευθύς να παύσωσιν αμέσως δίχως άλλο
να γείνη ένα αυστηρόν Διασάκκι και μεγάλο.

Και πλέον να εμποδισθούν απ’ της Τουρκιάς τα κράτη
και η απόφασις αυτή να είν’ αυστηρότατη.

Κ’ αν ίσως εύρουν μηχανήν οπού να παρακούση
κ’ εις μέρη Οθωμανικά να πάγη να βουττήση,

να γίνεται Αυθεντική με όλον της το πράγμα
με όλαις ταις κουμπάνιαις της και με την σκάφ’ αντάμα.

Τον πλοίαρχον να δέννωσι και να τον φυλακώνουν
και χιλιάδας εκατόν γρόσα να τον ζημιόνουν.

Όλος ο κόσμος παρευθύς τον βασιλιά γροικώντες
αμέσως επαράτησαν λέγοντες και βοώντες.

Δίκαιον έχ’ ο Βασιλεύς να παύσ’ αυτήν την πράξιν
την τόσον επικίνδυνον να δώση πάλιν τάξιν.

Και τον επολυχρόνιζαν ως φρόνιμον Σουλτάνον
μετά του συμβουλίου του κ’ όλων των Μεγιστάνων.

Όλοι τον υπεδέχθησαν τον ορισμόν ετούτον
με σέβας ως Βασιλικόν βέβαια όπου ήτον.

Μόνον στην Σύμην μερικά άτομα εναντιούντο
και δεν τον εδεχθήκασι μήτε τον εφοβούντο.

Και εις την Χάλκην έγραψαν, κ’ αυτοί να μη δεχθώσι
να πάγουν να δουλεύωσι και να μη φοβηθώσι.

Κ’ έγειναν μεγαλίτεροι από τον Βασιλέα
κ’ έστειλαν ορισμούς κ’ αυτοί την περικεφαλαία.

Τον ορισμόν του Βασιλιά να μη παραδεχθώσι
ή να περάση αυτονών, ή όλοι να χαθώσι.

Τέσσερα μόνον άτομα εφάνησαν στον κόσμον
ανέρεσαν του Βασιλιά τον ορισμόν και νόμον.

Από την Σύμην είν’ αυτοί οπού δεν υπακούουν
τους ορισμούς του Βασιλιά κ’ όλον τον αντικρούουν.

Και μόν’ αυτοί διέταξαν να πάγουν να δουλεύουν
κ’ ελεύθερα την πράξιν των πάλιν να την γυρεύουν.

Διότι έχουν όφελος από τους Μανικάτους
κ’ όσα σφογγάρια βγάλωσι τα ημισ’ είν’ δικά τους.

Και έτσι παλ’ εδούλευαν πείσμα των βουττικτάδων,
των καμακάδων και λοιπών κ’ όλων των σφογγαράδων.
Οι δε πασάδες οίτινες έπρεπεν να τους πιάσουν
αυτούς που δεν επείθοντο να τους καταδικάσουν,

έτρωγον λίρες απ’ αυτούς και δεν των ομιλούσαν
και πήγαινον ελεύθερα ως πρώτα κ’ εβουττούσαν.

Κ’ άρχισαν και εδούλευαν πάλιν ωσάν και πρώτα
εις πείσμα τ’ Αυτοκράτορος που έγραφεν για τούτα.

Πασάδες και διοικηταί όλοι των κάμνουν χάζη
και δια την Κυβέρνησιν διόλου δεν τους νιάζει.

Αυτοί θε να μπουκκόνωνται από τους μανικάτους
κακά ψυχρά κ’ ανάποδα από τον βασιλιάν τους.

Σέβας δεν έχουν εις αυτόν για να τον προσκινώσι
και τούτην την διαταγήν με σέβας να δεχθώσι.

Μόνον κοροϊδεύονται δια να τρώγουν λίρες
απ’ τους ριχούς μηχανικούς ταις Γαδαρούσες ψείρες.

Ω άτιμοι υπάλληλοι οσ’ είσθε από τους πλάνους
γιατί δεν υποτάσσεσθε στους λόγους του Σουλτάνου!

Γιατί δεν υποτάσσεσθε στον μέγαν Βασιλέα
μόνον να υποτάσσεσθε στην περικεφαλαία!;

Πόσαις φοραίς σας έστειλεν ο Βασιλεύς φερμάνη
όπιος σας εύρη μηχανήν να την εσυλλαμβάνη;

Πόσαις φοραίς σας έγραψε των μηχανών την παύσιν
και όλους τους μηχανικούς να βάλλετε στην χάψι;

Κρίμα σε τέτιον Βασιλιά π’ ο κόσμος τον τρομάσσει
μερικοί τ’ υπήκοοι τον κάμαν να συχάση.

Να αρνηθεί διαταγήν τόσον αυστηροτάτην
την τέχνην των μηχανικών την ολεθριοτάτην.

Πλήθος τοιχοκολλήματα εγέμισαν τον τόπον
κ’ εκάμναν μόνον χαβαλέν σταις πόρταις των ανθρώπων.

Δευτέρα δε διαταγή και τρίτη και τετάρτη
έγραφε για να παύσωσι την επιστήμην ταύτην.
Γιατί θα μετανιόσωσιν όσοι δεν υπακούουν
τους λόγους τους Βασιλικούς κ’ όλου του Συμβουλίου .

Αυτοί πάλιν δεν ήθελον ν’ ακούσωσι διόλου
διότι είνε γνήσια τέκνα του διαβόλου.

Και ήθελον να πνίξωσιν ολόκληρον την Σύμη
κι’ αυτοί να γείνουν Βασιλείς μ’ αυτήν την επιστήμη.

Έγειναν έριδες πολλαί καυγάδες κάθε μέρα
και τούτα όλ’ ο Βασιλιάς κ’ αι διαταγές τα φέρα.

Κ’ έγειναν δύο κόμματα το έν οι βουττικτάδες
όλοι σχεδόν οι κάτοικοι κ’ όλ’ οι παλλικαράδες.

Όλοι δε ούτοι ήθελον αι μηχαναί να παύσουν
την Διαταγήν του Βασιλιά κοινώς να τη διαβάσουν. 

Και να του υπακούσωσιν εις ότι τους προστάσσει
διότι επρογνώρισεν το πώς θα μας χαλάση.

Αυτή η Διαβολότεχνη η Τρισκατηραμένη
πούνε γεματ’ ανάθθεμα διαβόλους φορτομένη.

Το κόμμα δεν το έτερον ήσανε οι εμπόροι
τρεις τέσσαρες τον αριθμόν και ήσαν και εφόροι.

Ήσαν κ’ απ’ τον κοινόν λαόν ως εκατόν νομάτη
όπου δεν ήσανε ποτέ καθ’ ένας μ’ ένα μμάτι.

Μόνοι αυτοί δεν πείθοντο στου Βασιλιά τον νόμον
και τον επεριπαίζασι και μέσα εις τον δρόμον.

Και έλεγαν δεν παύωμεν εμάς θε να περάση
και όχι του Σουλτάνου σας και άδικα θα χάση.

Τον νόμον όπου έκαμεν με το συμβούλιόν του
και με τους μεγιστάνας του εις το Βασίλειόν του.

Το Κόμμα των κολυμβητών ως παντ’ υπερισχύον
εις πείσμα των Μηχανικών έδιασεν το ταμείον.

Τον Δημοσθένην Χαυγιαράν έστειλαν στα νησσία
για να μαζεύσ’ υπογραφάς για τούτην την αιτία.

Το ότι θέλουν δηλαδή αι μηχαναί να παύσουν
να πάγουν στο ανάθθεμα και όλαις να ταις καύσουν.

Και ένα πλοίον  ναύλωσαν τον Σφακιανόν Νικόλα
και άμα εσυμφώνησαν ευθύς εφύγαν κιόλα.

Στην Κάλυμνον υπήγασι Νίσυρον και εις Τήλον
εις Κων εις Καστελλόριζον Αστουππαλιάν και Κνίδον

Εις Λέρον, Αλικαρνασόν εις Κάρπαθον εις Σάμον
εις Μυτιλήνην έφθασαν καθώς και εις την Πάτμον.

Εις Ρόδον, Κρήτην, Μίλητον, καθώς και εις την Κάσον
στην Χάλκην δεν υπήγασι μη φαν κανένα μπάτσον.

Και Μυριάδες εκατόν υπογραφάς μαζεύσαν
και όλαι αι κοινότητες των Νήσσων εσφραγίσαν.

Και όλαι αι υπογραφαί κατά των Μανικάτων
να μη βρεθούν εις το εξής στον ουρανόν ποκάτω

Αφ’ ού τόσας υπογραφάς εμάζευσαν εκείνοι
έφυγον κ’ αρμενίζοντες έφθασαν εις την Σύμη

Κουσούλτα και συμβούλια καθώς και συνελεύσεις
εγίνοντο καθημερινώς γι’ αυτάς τας υποθέσεις.

Τον Δημοσθένην και Ζάγουραν έστειλαν εις την Πόλι
να παύσωσι τας Μηχανάς αν ο Σουλτάνος θέλει.

Των νήσσων τας υπογραφάς να του παρρουσιάσουν
για να ιδή να πιστοθή μη παν και τον γελάσουν.

Να δη ότι όλα τα νησσά και το υπήκοόν του
τας Μηχανάς δεν δέχονται στο κράτος το δικόν του.

Διότι επεινάσασιν όλοι εις τον καιρόν του
κι’η αμαρτία ολονών θα ήνε στον λαιμόν του.

Οι Πρέσβεις επληρόνοντ’ απ’ της Σύμης το Ταμείον
με πάγαν κ’ έξοδα πολλά π’ το Δημογεροντείον.

Και κείνοι ως ελέγετο έπραττον τουναντία
έως οπού ηκούσθηκεν εις μερικών αυτία.

Και μάλιστα τα έγραψαν κ’ είς ταις εφημερίδαις
το πώς οι Πρέσβεις τρώγουσιν άδικα τόσαις λίρες.

Αντί να παύσουν μηχανάς, ενεργούν για ταις Κανκάβαις
για να μας ζημιώσωσιν ακόμ’ οι μασκαράδες.

Μετό να εμπουκκώνοντο από τους μανικάτους
όπου να παρ’ ο διάολος αυτούς και την δουλιάν τους.

Και εις την Σύμην έγραφον το ότι επετύχαν
να παύσωσι τας μηχανάς και από την Μανδρούχα.

Μόνον να στέλλουν χρήματα και λίρες να μπουκκώσουν
κι όλους τους αντιμάχους των θε να τους φυλακώσουν.

Ο δε Ταμίας παρευθύς έστειλεν εις ετούτους
όσα του εγυρεύσασι και για ζωοτροφήν τους.

Αυτοί δε σαν εξώδευαν και τούτα τα καινούρια
έγραφαν πως ηγόρασαν και κάμποσα μουρμούρια.

Και παλαμίδες διαλεκταίς σαφρίδια κ’ επαστώσα
να κάμνωσιν εμπόριον να βγάλλουν άλλα τόσα.

Να βγάλλωσι τα έξωδα όπου αυτοί ξωδεύουν
και το ταμείον το κοινόν να μην το αδικεύουν.

Και να των στείλουν συρμαγιά δια να τα πληρώσουν
και την πατρίδα των αυτοί θα την ελευθερώσουν.

Αφ’ ου κ’ αυτά τα έτρωγαν έγραφαν πάλιν άλλα
κ’ έστελλαν γράμματα πολλά κ’ ακόμα πιο μεγάλα.

Κ’ έγραφαν ετελίωσεν πλιόν η υπόθεσις μας
και τωρ’ ακόμα εγλύτωσεν αφ’ όλα η πατρίς μας

Στείλετε δε και χρήματα να έχωμεν για ναύλον
και για να εξωδεύωμεν στο ένα κ’ εις το άλλον.

Τέτια και άλλα έκαμναν χρόνους επτά ημύσυ
και ξώδευον τα χρήματα ωσάν να ήτον βρύσι.

Και τίποτε δεν έκαμαν παρά που εξωδεύαν
διότι γλέντια και χορούς και θέατρα γυρεύαν.
Μετά καιρόν οι κάτοικοι οίτινες αγνοούσαν
έμαθον ότ’ οι πρέσβεις των ανάποδ’ ενεργούσαν.

Διότι αντί να παύσωσι τας μηχανάς ως ήτον
εις τας κανκάβας τό ριψαν που να χη η ψυχή των.

Κ’ επάσχιζαν οι άτιμοι υπέρ των μανικάτων
και τας κανκάβας έπαυον πράττοντες τα δικά των.

Γι’ αυτό τους επροσκάλεσαν να έλθουν εις την Σύμη
και άμα ήλθον παρευθύς συνέλευσις εγίνη.

Δια να καταλάβωσι τί κάμνουν εις την πόλι
και να το πουν ελεύθερα για να τ’ ακούσουν όλοι.

Μαζεύθη όλος ο λαός μικροί τε και μεγάλοι
και τόσον πλήθος δεν ήλθεν εις σε καμμίαν άλλην.

Έστειλαν κ’ επροσκάλεσαν και τον απεσταλμένον
να φέρη και το γράμμα του ως ήτον βουλλωμένον.

Ήλθεν λοιπόν ο Πρέσβυς μας με πάνω κάτω μάτια
και εφοβήτ’ ο δυστυχής να μη γενή κομάτια.

Του είπον τότε παρευθύς πιάσε να αναγνώσης
αυτό το Γράμμα πού φερες και να μας φανερώσης.

Τ’ εκάμνετε, τ’ επράττετε, τόσους καιρούς και χρόνια
με συντομίαν να μιλάς δεν θελ’ πολλά λεμόνια

Ο Πρέσβυς τότε έβηξε δια να καθαρίση
τον ευγενή του λάρυγκα και έτσι να μιλήση.

Αφ’ού τον εκαθάρισε, με την φωνήν του όλην
εδιάβαζε το έγραφον πού φερεν απ’ την πόλι.

Έγραφεν δε να στείλωσι στην Πόλιν πρέσβεις πάλιν
δια να μας γλυτώσωσιν από την τόσην ζάλην.

Να στείλουν χρήματα πολλά δια να ημπορέσουν
με δώρα και αναφοραίς να μας ελευθερώσουν.

Αυτά ’γράφεν το γράμμα του το τόσον φημισμένον
και το ανέγνωσεν κ’ αυτός σαν τον δαιμονισμένον.
Βλέπετε φίλοι μου δουλιαίς βλέπετ’ απεσταλμένους;
βλέπετε πληρεξούσιους από τους μετριμένους;

Να λείπουν χρόνους και καιρούς να εξωδεύουν λίρες,
κ’ αντίς καλόν να κάμωσιν κακόν σαν ταις Μεθήραις.

Γι’αυτό ευθύς εφώναξαν όλοι οι βουττικτάδες
λίρες ημείς δεν έχωμεν για τους καλαμαράδες.

Πρέσβεις και πληρεξούσιους δεν στέλλωμεν στη πόλι
διότι θα μας φάγωσι εις την προβιάν μας όλων.

Αυτοί πηγαίνουν γι ακακόν κ’ όλεθρον της πατρίδος
κ’ έκαμαν την πατρίδα μας κ’ έγεινεν άλλο είδος.

Και τους πληρώνωμεν ημείς μόνον για  να γλεντώσι
κ’ εις την Κωνσταντινούπολιν σαν λόρδοι να πατώσι.

Διόλου δεν τους στέλλωμεν αυτούς αλλ’ ούτε άλλους
διότι θα διαλέξητε πάντα απ’  τους μεγάλους.

Και ότι έκαμαν αυτοί θα κάμουν και οι άλλοι
ίσως δε να μας κάμωσι ζημίαν πλιό μεγάλη.

Ο Βασιλεύς διέταξεν κ’ ακόμα διατάττει
δια να παύσουν γενικώς την  επιστήμην ταύτη.

Όλος ο κόσμος ήκουσε τον ορισμόν ετούτον
ως φρόνιμον και γνωστικόν και τακτικόν που ήτον.

Μόνοι εσείς οι έμποροι δεν πείθεσθε στους νόμους
και δεν φοβείσθε βασιλιά ούτε τους αστυνόμους.

Μόνοι εσείς στηρίζεται τας μηχανάς στον κόσμο
κ’ εις του Σουλτάνου Βασιλιά δεν πείθεσθε τον νόμον.

Λοιπόν να υπογράψητε εδώ αμέσως τώρα
ότι και σεις θα πέιθεσθε όπως και όλ’ η χώρα.

Να παύσητε τας μηχανάς όλοι σεις οι εμπόροι
διότι θα το κάμητε ύστερα με το ζόρη.

Πρέσβεις και πληρεξούσιοι τίποτε δεν φελούσι
μάλιστα δε χειρόττερον ταις λίραις μας χαλούσι.

Γρήγωρα υπογράψητε κατά των μανικάτων
διότι σαν φραγκόσκυλλους θα σας κτυπούμεν κάτω.

Αυτοί ως είδον τα στενά εκατσιρδίσαν όλοι
μάλιστα δε ο Κεχαγιάς ξεγλύστρισεν σαν χιόλι.

Και δεν υπέγραψ’ απ’  αυτούς κανείς πατριδομπέχτης
να γράψη κατά μηχανών και κατ’ αυτής της τέχνης,

Το πλήθος τότε σαν είδεν την τόσην προδοσίαν
την τόσην ανυποταγήν και την κενοδοξίαν,

γνωρίζοντες και βλέποντες ότι αυτοί αιτία
εγέμισεν ο τόπος μας  χρεώγραφα φορτία,

ήρχισαν απ’τον Πρέσβυν μας και τους εκοπανίζαν
και εχώχλαζεν ο κώλος των τ’ αυτιά των εκαπνίζαν.

Υπήγον δε και έκλισαν την Δημογεροντίαν
διότ’ αυτή τον η πηγή και όλη η αιτία.

Όλ’ οι  εμπόροι εκρύβησαν στου ποντικού την τρύπαν
μη τύχη και των κάμωσιν εκείνα που των είπαν.

Ο Κύριος Μαυρίκιος κάμνων το παλλικάρι
ωσάν να ήτον και αυτός κανένα λεοντάρι.

Είπεν εις τους κολυμβητάς (βρε τι σκατά θα φάτε;)
αλλ’ όμως τόσες έφαγε π’ ακόμα ταις ’ηθυμάται.

Η τύχη τ’ όμως η καλή και πρόφθασε και μπήκε
στο μαγαζή του Κατριού και  σφιχτασφαλισθήκε.

Π’ αν δεν ήτον το μαγαζή όσοι του εμανίζαν
μήτε κ’ εγώ δεν ήξευρα πώς θα τον εστολίζαν.

Μέσα σ’ αυτό το μαγαζή είχεν ακόμα κ’ άλλους
από αυτούς τους ίδιους που θεωρούν μεγάλους.

Και ήρχιζαν και ύβριζαν από την παραθύρα
κ’ όλοι με τα ρεβόρβορα έτοιμα εις την χείρα.


Οι Άνθρωποι δε βλέποντες τέτοια μασκαρελλίκια
τα πρόσωπά των έγειναν ώσπερ αστραπολέκια.

Ηθέλησαν να έμβωσι μέσα για να τους πιάσουν
γένια μουστάκια και λοιπά να των τα ξενεσπάσουν.

Να μάθωσιν άλλην φοράν δια να ομιλώσι
να δουν και τα ρεβόρβαρα πως τα πυροβολώσι.

Μα είχον κλείση ασφαλώς με μπάρες και με γάζους
βαρέλια μπρόκκες και καρφιά ήρχισαν για να βάζουν.

Δια να δυναμώσωσιν την πόρτα από πίσω
να μην ανοίγη εύκολα αλλά ας τους αφίσω.
Δια να δυναμώνωσι πολύ καλά την πόρτα
κ’ ας έλθω στους κολυμβητάς που βγήκαν εις την βόλτα.

Να βρούν λοστούς να βρούν βαριούς και άλλα εργαλεία
αν και αυτ’ εφοβέριζαν όλον την Ιταλία.

Διότι ήσαν Ιταλοί καθώς αυτοί ελέγαν
αλλ’ όμως οι κολυμβηταί διόλου δεν εφεύγαν.

Εύρον δε και εργάλεια και ήρχισαν να σπώσι
με πέτρας ξύλα και λοιπά μ’ αγρίαν να κτυπώσι.

Αυτ’ από μέσα ύβριζαν κ’ απ’ έξω εκτυπούσαν
οι δε βαριοί και οι λοστοί στην πόρταν εβροντούσαν.

Έως οπού ευρήκασι μέρος κρυφόν και φύγαν
και δεν εμάθασι ποσώς απ’ έξω, αλλ’ ανοίγαν.

Υστερ’ από μισήν ώραν η πόρτα ετσακίσθη
κι’ ο δρόμος απ’ ταις ζάχαραις κ’ απ’ τα πανιά γιοθρίσθη.

Διότι όταν δεν ηύραν τους αντιμάχους μέσα
όπου τους εξύβριζασι και των έλεγαν τόσα,

ήρχισαν να σκορπίζωσι χάμαι τας πραγματείας
μ’ αυτή η πράξις έφερεν κακόν της πολιτείας.

Όταν δε πλέον έδιασαν το μαγαζή τελείως
και τους εχθρούς των ύβρισαν στην πιάτσαν δημοσίως,

εις τας ταβέρνας πήγασιν κ’ εκαταμεθύσαν
κ’ ελέγασιν να παν κι’ αλλού αλλά δεν τους αφίσαν.

Τας πραγματείας δε αυτάς πάλιν τας εμαζεύσαν
οι ίδιοι οι  κολυμβηταί και τας αποθηκεύσαν.

Δια να μη τας κλέψωσι και τας ζημιωθώσι
κ’ άμετραις λίρες των ζητούν δια να πληρωθώσι.

Εις δύο μαγαζά λοιπόν του Πατακά το ένα
και άλλο του Μουστακακιού μέσα σ’ αυτά τα φέρνα.

Αυτού τα εκουβάλησαν τίποτις δεν εχάθη
μα οι Συμαίοι έπαθον του Λιναρδή τα πάθη.

Διότι τα επλήρωσαν μετά, δεκαπλασίως
απ’ το ταμείον το κοινόν του δήμου ακουσίως.

Λοιπόν αφ’ού επέρασεν κ’ εκείνη η ημέρα
οπού εκάμναν τον καυγάν κ’ εσπούσαν και εδέρα,

την άλλην έστειλον ευθύς είδησιν οι εμπόροι
δια να έλθη ο πασάς της Ρόδου με παπόρι.

Να λάβη όσους ήθελον και να τους φυλακώση
και όσοι ήσαν αρχηγοί όλους να θανατώση.

Ήλθε λοιπόν και ο πασάς με ένα παποράκι
και στρατιώτας έστειλεν αμέσως στο κονάκι.

Δια να τους συλλάβωσι όλους του γεγραμμένους
στερ - ιστεμές δυναστικώς λυτούς ή και δεμένους.

Μα οι Συμαίοι άφοβα αναφοράν του στέλλουν
να έλθη στην Συνέλευσιν για να ιδή τί θέλουν.

Ξημέρωσεν η  Κυριακή ένδεκα Απριλλίου
ημέρα συνελεύσεως κ’ ημέρα συμβουλίου.

Κ’ οι κύρικες εφώναζον ότι στον Αϊ-Γιάννη
να έλθη όλος ο λαός που έχει μεϊτάνη.

Να μαζευθώσι γενικώς μικροί τε και μεγάλοι
εις την κοινήν συνέλευσιν όπως και εις την άλλην.
Αφ’ού μαζεύθη ο λαός ως έξη χιλιάδες
οίτινες ήσαν βέβαια όλοι των βουττικτάδες,

αμέσως επροσκάλεσαν και τον πασάν να έλθη
για να ιδή το τί τρέχει και τότε ας απέλθη.

Ήλθε λοιπόν και ο Πασάς με τον Καϊμακκάμη
να δουν εις την συνέλευσιν το πλήθος τί θα κάμη.

Ζητ’ ο Πασάς εφώναξαν όλοι χειροκροτούντες
την παύσιν δε των μηχανών με έγραφον ζητούντες.

Λέγουν αφέντη μας πασά Σουλτάνος διατάττει
αι μηχαναί να παύσωσι ως άνομη τέχνη ταύτη.

Διότι εζημίωσαν όλην την οικουμένην
προπάντων δε την Σύμην μας  την πολλοπικραμμένην.

Αλλ’ οι εμπόροι μας εδώ διόλου δεν ακούουν
και εις τον βασιλέα μας Σουλτάν δεν υπακούουν.

Μάλιστα μας εμπαίζωσι και μας υβρίζουν κιόλας
και μας επήραν  τεχνικά τα χρήματά μας όλα.

Ρεβόρβορα μας ρίπτουσιν στην Σκάλαν κάθε βράδι
ως κ’ επροψές μας τό ριψαν ακόμη την τετράδη.

Λοιπόν ζητούμεν να γενή έλεος στην πατρίδα
και θα των κάμωμεν κ’ ημείς εκείνα που δεν είδαν.

Διότι μας επνίξασιν εφένδη οι εμπόροι
κ’ εβρίκαν ευκολιάν καλήν να φέρνουν το παπόρι.

Τοτ’ ο πασάς για να ιδή του κόσμου την ιδέαν
να πάρη γνώμην στερεάν κ’ απόφασιν βεβαίαν,

ηρώτησεν τους αν τινές τας μηχανάς τας θέλουν
κ’ ευθύς ηκούσθησαν φωναί  στανάθθεμα να πάγουν.

Αφ’ού εξέτασεν καλά είπε πως θα τας παύση
διότι ηναγκάζετο απ’ την μεγάλην καύσιν.

Είπεν ο Νόμος του Σουλτάν πρέπει να στερεώση
κ’ όσας εύρη μηχανάς θα τας ξεχαλαρώση.

Πρέπει να παύσουν βέβαια γιατ’ είν’ εμποδισμέναι
από τον βασιλέα μας και απηγορευμέναι.

Τοτ’  ο λαός εζήτησεν γραπτήν αυτήν την παύσιν
κ’ ο ίδιος με την χέρα του να πιάση να την γράψη.

Να γράψη πως αι μηχαναί είνε εμποδισμέναι
κ’όσαις βρεθούν στον τόπον των όλαι να ειν’ σπασμέναι.

Ο δε Πασάς διέταξε να πάγουν στο κονάκι
να γράψη την διαταγήν αυτήν σ’ ένα χαρτάκι.

Όλοι εκίνησαν ευθύς με προθυμιάν μεγάλην
άλλοι από την μιαν μεριάν κ’ άλλοι από την άλλην.

Εις το κονάκιν έφθασαν με προθυμίαν τότε
με άρματα δε ήρχοντο κ’ όλοι οι στρατιώται.

Αφ’ού ανέβη ο Πασάς και ο Καϊμακκάμης
του είπεν τότε ο λαός την διαταγήν να κάμης.

Αλλ’ ο Πασάς ημέλησε και δεν των απεκρίθη
μόνον σικτίρ-ορτά Συμαίοι κακοήθεις. 

Τότε οι άνθρωποι ευθύς του είπασιν δεν φεύγεις
από εδώ που βρίσκεσε ξεύρωμεν τι γυρεύεις.

Εκακοφάνη του πασά κ’ είπεν στους στρατιώτας
φοράρετε τα ξίφη σας επάνω στους διώκτας.

Να δουν με τίνα ομιλούν και ποίον φοβερίζουν
δείξετε την ανδρίαν σας γιατί δεν σας γνωρίζουν.

Οι Στρατιώται παρευθύς φόρα ταις μπαουνέτταις
νομίζοντες  τους Συμιακούς δια βρεγμέναις κάτταις.

Οίτινες ώρμησαν ευθύς μ’ αγριοτάτην λύσσαν
που κάμαν τα κεφάλια των απ’ ταις ξυλιαίς κ’ ελύσαν

Εχώχλαζεν ο Κώλος των από το τράμπα τρούμπου
κ’ άνοιξαν τα ρουφούνια των κ’ έτρεχαν σαν του Ζούμπου.

Τους έκαμαν ελεεινούς με πιρναρένια ξύλα
κ’από το αίμα έγειναν τα μούτρα των σαν μήλα.

Επήραν των τα όπλα των εσπάσαν τα σπαθιά των
εχάσαν οι κακόμοιροι όλοι τα λογικά των.

Διότι δεν το ήλπιζαν ποτέ να τους ξυλίσουν
με πέτραις και με ραβδιά αυτούς να κοπανίσουν.

Να χάσουν την ανδρίαν των όπως ελογαριάζαν
να χάσουν και τα όπλα των όπου τα ετοιμάζαν.

Ήτον σεργιάνι νόστιμον όταν επολεμούσαν
όταν τους εξυλίζασι και τους κατεκτυπούσαν.

Έτρεχαν ώσπερ τους λωλλούς εις τα σωχάκια μέσα
κ’ από τον φόβον τον πολύν και τα βρακιά των χέσαν.

Ύστερα εδραπέτευσαν κ’ εμβήκαν στο παπόρι
κ’ εψυχομαχούσασι απ’ το πολύ το ζόρι.

Μαζύ μ’ αυτούς επέρασε κρυφά και ο πασάς των
αφ’ου εκατασπάσασιν όλα τα κόκκαλά των.

Όμως οι περισσότεροι εμβήκαν στο κονάκι
και πέτραις των ερίχνανε κατ’ από το σωχάκι.

Τα δώματα εγέμισαν ανθρώπους με ταις πέτραις
και διορθώσαν όμορφα όλους  τους στρατιώταις.

Άλλου το μμάτι έσπασαν άλλου την κεφαλήν του
του Μουλαζέμη έσπασαν το φρύδι του μματιού του.

Τα ρούχα των εξέσχισαν τας κεφαλάς των σπάσαν
τους έκαμαν ελεεινούς κ’ ακόμα δεν χορτάσαν.

Ο Μυραλάης κρύφθηκεν εις το κονάκι πάνω
και έτρεμεν ο δυστηχής απ’ τον πολύν τον πόνον.

Πετρόλαδον εζήτησαν να κάψουν το κονάκι
ως εν ριπή δε οφθαλμού γέμισαν το σσωχάκι.

Οι στρατιώται έκλαιον συμπάθειον εζήτων
μόνον να μη τους κάψωσι και χάσουν την ζωήν των.


Όλας τας πύλας έκλισαν απ’ τον μεγάλον τρόμον
διότι και την σκέπασιν την έκαμαν σαν δρόμον.

Τα κεραμίδια έσπαζον δια να κάμουν τρύπες
δια να τους καννεύουσιν άνωθεν με ταις πέτραις.

Όλα τα τζάμια έσπασαν κ’ όλους τους Κανναπέδες
και μ’ ένα λόγον έκαμαν, σωρόν τους Ζαπτιέδες.

Ανέγνωρον κ’ ελεεινόν έκαμαν το Κονάκι
πάνω από τα δώματα και από το σσωχάκι.

Εγίνησαν πολλά κακά αιτία ο πασάς των
που έδωσεν διαταγήν κ’ εβγάλαν τα σπαθιά των.

Κι ακόμα εφοβέριζον πως θέλουν να τους κάψουν
και μαζωμένον καβουρμά στον Χάρωνα να πέμψουν.

Όμως ανήρ τις σκεπτικός βλέπων αυτήν την πράξιν
βλέπων το πλήθος έτοιμον πλέον για να τους κάψη,

έταξε σ’ όλον τον λαόν να λάβη Μυραλάην
να πάγη μέσα στον Πασάν την άδειαν να λάβη.

Να πιάσωσι τας μηχανάς και να τας παραδώσουν
εις τον πασάν τον ίδιον ή να τας φυλακόσουν.

Έως να λάβουν άδειαν κ’ από τον Βασιλέα
να μην αφίσουν μηχανήν ή περικεφαλέα.

Ν’ αφίσωσι τα ξύλα των και πέτρας που βαστώσι
για να φωνάξη εις αυτούς και να ξεφοβιθώσι.

Πέτραν κανείς να μη ρίψη πάνω στον Μυραλάην
διότι θα εγγυηθή εγγύησιν μεγάλην.

Τότε το πλήθος έταξεν ότι θα ησυχάση
οπόταν ολομόναχον κ’ άοπλον τον περάση.

Να πάγη μέσα στον πασάν και κει θα καταφέρη
των μηχανών των σπάσιμον γραπτόν να μας το φέρη.

Των έταξεν ο πλοίαρχος ότι θα ενεργήση
όσον το κατά δύναμιν κ’ αυτός να του μιλήση.

(Το καμεν δε επίτηδες να τον ελευθερώση
γιατ’ είχεν ο λαός σκοπόν για να τον θανατώση.

Με όλους τους συντρόφους του κ’ όλους τους στρατιώτας
να φέρουν ύστερα μπελά σ’ όλους τους πατριώτας.

Γι’αυτό και εκινήθηκεν ο πλοίαρχος ετούτος
Νικόλαος ονόματι και πλοιάρχος στο βούττος).

Και παρευθύς εφώναξε μέσα του Μυραλάη
να πάγουν μέσα στον πασάν χωρίς να έλθουν άλλοι.

Ο Μυραλάης έτρεμεν ως τρέμει το καλάμι
κ’ όλον εσυλλογίζετο το τι έχει να κάμη.

Και άμα ήκουσεν φωνήν και τον επροσκαλούσαν
αυτός και οι Συντρόφοι του όλοι λυποθυμούσαν.

Διότι ενομίσασι πως θα τους θανατώση
είτε εις τα πετρόλαδα ήλθε φωτιά να δώση.

Και ήρχισεν και έκλαιεν φίλοι μ’ ο καϋμένος
κ’ από τον φόβον έγεινεν ώσπερ αποθαμμένος.

Του λέγει τοτ’ ο πλοίαρχος φίλε μου τί λυπάσαι
γιατί να κλαίης ως μωρός και διατί  φοβάσαι;

Εγώ δεν ήλθον για κακόν και να βαστώ στο χέρι
όπλα φωτιάν και άρματα ή καν ένα μαχαίρι.

Είμαι μονάχος άνθρωπος  και σεις πενήντα είσθαι
γιατί λοιπόν να τρέμητε και να πολυφοβείσθε.

Σήκω να πάμεν στον πασάν μέσα εις το παπόρι
να μη σας κάψουν όλους σας ύστερα με το ζόρι.

Να ησυχάση κ’ ο λαός όπου επαναστάτει
ξύλα και πέτρας και φωτιάν στα χείρας του εκράτει.

Ο Μυραλάης έτρεμεν δεν ήθελεν να πάγη
διότι ελογάριαζεν πως πάντα θα ταις φάγη.

Έλεγεν εις τον πλοίαρχον, πλοίαρχε κάμνεις τρόπον
δια να με σκοτώσητε εδώ στον ξένον τόπον.

Φοβούμαι λέγει πλοίαρχε να βγώ στο μεϊτάνι
γιατί το πλήθος βέβαια μέλλει να με ποθάνη.

Φοβούμαι πλοίαρχε καλέ άφες με να ποθάνω
μαζί με τους συντρόφους μου εις το κονάκι πάνω.

Ο πλοίαρχος του έλεγεν τίποτε μη φοβάσαι
να πάμεν μέσα στον πασάν τα δάκρυά σου παύσε.

Ο Μυραλάης έτρεμεν διότι εφοβάτο
και κλαίων εις τον πλοίαρχον τον φόβον του εδιγάτο.

Ο πλοίαρχος ορκώθηκεν ότι θα τον φυλάξη
και άβλαβος εις τον πασάν να πάγη να φωνάξη.

Ότι να δόση άδειαν τας μηχανάς να σπάσουν
κ’ αμέσως όλ’ οι άνθρωποι ευθύς να ησυχάσουν.

Ο Μυραλάης έταξεν ότι θα υπακούση
όταν κ’ οι στρατιώται του μ’ άρματ’ ακολουθούσι.

Τότε ο πλοίαρχος ευθύς είπεν πως θα ταις φαγουν
όταν φανώσιν άρματα στον δρόμον που υπάγουν.

Εγώ σου διδ’ εγγύησιν τίποτε μη φοβάσε
κ’ ο κόσμος κατεπράϋνεν εμπρός και μη λυπάσαι.

Ο Μυραλάης έκλαιεν κ’ έτρεμεν σαν καλάμι
γιατί και διαφορετικά δεν ημπορεί να κάμη.

Κατέβη κάτω τα σκαλιά τον πλοίαρχον εκράτει
σφιγκτά με τας αγκάλας του κ’ έτσι περιεπάτει.

Ήλθεν και άλλος πλοίαρχος Λίας της Φωτενίτσας
και ο Δημήτρης ο Καψής, στον Μυραλάην σίξα.

Αγκαλιαστόν τον έπιασαν για να τον ξεφοβίσουν
και εις το πλήθος είπασιν για να παραμερίσουν.

Αγκαλιαστοί εκίνησαν να πάγουν στο παπόρι
να λάβουν την διαταγήν του Βασιλιά της Πόλις.

Όλον το πλήθος ήρχετο κατόπιν με τα ξύλα
και ήταν αναρίθμητοι ωσάν της γης η ψείρα.

Εις το παπόριν έφθασαν απέξω στο μουράγιο
και ηκολούθει κ’ ο λαός μ’ ατρόμητον κουράγιο.

Ιδών δε πάλιν ο πασάς ερχόμενον το πλήθος
από τον φόβον τ’ έμεινεν αναίσθητος ως λίθος.

Διότι ελογάριαζε πως ήλθον να τον πιάσουν
μέσα εις το παπόριν του και να τον εντροπιάσουν.

Και είπεν εις τους ναύτας του έτοιμα τα κανόνια
διά να εξεκάμωμεν ετούτα τα γουρούνια.

Έτοιμα τα ρεβόρβορα και όλα τα σπαθιά σας
να δείξητε την δύναμιν και την παλλικαριά σας.

Όταν το πλήθος έφθασεν απέξω στο παπόρι
ο Μυραλάης έμπροσθεν έτρεχεν ως ημπόρει.

Κ’ εφώναξεν εις τον  πασάν στείλε την σκάμπα – βίαν
διότι έχει ο λαός μεγαλοτάτην βίαν.

Έστειλεν ο Πασάς ευθύς βάρκαν του Μυραλάη
κ’ εκείνος έξω απ’ την ξηράν ήρχισε να μιλάη.

Ότι το πλήθος που θωρεί δεν ήλθεν να τον βλάψη
αλλ’ ηλθον να ζητήσουσι των μηχανών την παύσιν.

Κ’ εμβήκεν μέσα παρευθύς με τους απεσταλμένους
μ’ εκείνους οπού άνωθεν έχωμεν γεγραμμένους.

Εις το Πασάν ωμίλησαν ότι για να συχάσουν
πρέπει να δώση άδειαν τας μηχανάς να σπάσουν.

Ο δε πασάς διέταξεν όλας να τας συλλάβουν
και μέσα σ’ένα μαγαζή μεγάλον να τας βάλουν.

Να τας σφραγίση ο Πασάς κ’ η Δημογεροντία
και όλοι των οι σύμβουλοι κ’ η Καϋμακκαμία.

Έως οπού να γράψωσι πάνω στον βασιλέα
το τί έχουν να κάμωσι την περικεφαλαία.

Έλαβον τέτιαν διαταγήν να ’ρθή κ’ ο Μυρολάης
να συλλαμβάνη μηχανάς και για να τας φυλάη.

Ευγήκαν έξω παρευθύς και είδησιν εδώσαν
όπου γνωρίζουν μηχανήν εκεί να πάγουν ίσα.

Και άντικρυ του παποριού εις ένα μαγαζείον
δυο μηχανάς ηξεύρασι μα δεν είχαν κλειδίον.

Ευθύς την πόρταν έσπασαν τας μηχανάς ευρίσκουν
κομάτια τας εκάμασι μ’ αλαλαγμούς του πλήθους.

Τον Μυραλάην έπιασαν αρχήν για να των κάμη
και έσπασεν μίαν μηχανήν μαζί με το ροδάνι.

Ύστερα πήγασιν κ’ αλλού ευρίσκουν άλλαις δύο
κομμάτια τας εκάμασιν ώσαν ν’ άτον γιαλλείον.

Έως το βράδυ έσπασαν είκοσ’ αφορισμέναις
κ’ επήγον εις τ’ ανάθθεμα αι τρισκατηραμέναις.

Και αρχηγός στο σπάσιμον ήτανε ο Αράπης
ανδρειομένος ήρωας των δυνατών σατράπης.

Τούρκους αυτός δεν έτρεμεν ούτε τους μανικάτους
τους τελευταίους έκαμεν κ’ έφαγαν τα σκατά τους.

Τέσσαρ’ ημέρας άγρυπνοι τας μηχανάς εσπούσαν
μόνον οκτώ εγλύτωσαν με το να ταις ντριπώσαν.

Τας δε λοιπάς ετσάκισαν εις χίλια κομάτια
και οι εμπόροι έβλεπον μ’ αγριομένα μάτια.


Περί εξώσεως του Βαλή, περί κρίσεως και
Ζητημάτων αυτού, και περί αρχής του
Εξοροθρευμού της Νήσσου Σύμης .

Αφ’ όλας τας ετσάκισαν έφυγεν το παπόρι
τηλέγραφον εκτύπησεν αμέσως εις την πόλι.

Το πώς επαναστάτησαν εις το νησσί την Σύμη
στας μηχανάς κ’ εις τον πασάν θρήνος μεγάλος γείνη.

Εσπάσασιν τα μαγαζά εφόνευσαν  κ’ ανθρώπους
τους στρατιώτας   έθαψαν εις διαφόρους τόπους.

Το αίμα επλυμμήρισε κ’ έφθασεν ως την Εταιρεία¨ένα
κ’ από τους στρατιώτας του δεν γλύτωσεν κανένας 

Ο Βασιλεύς εθύμωσε και έστειλε Φρεγάδες
στρατού πολλύν και άρματα και τέσσαρες πασάδες.

Και επί κεφαλής αυτών ειν’ ο Βαλής της Χίου
με μουσικαίς πολεμικαίς εντός του ατμοπλοίου.

Και εις την Σύμην έφθασε με μουσικήν πολέμου
και τα παπόρια άρματα και στρατιώτας γέμουν

Ήλθεν Παρασκευήν βραδύ «23» τ’ Απρίλλη
και τους συμβούλους έκραξεν μέσα εις το παπόρι.

Των είπεν να εκλέξωσι δέκα πληρεξουσίους
να ειν’ καραβοκύριδες μέλη του συμβουλίου.

Το Σάββατον απ’ το πρω συνέλευσιν εκάμαν
και δέκα πληρεξούσιους ευρίσκουν εις τω άμα.

Και βγήκεν έξω ο Βαλής το Υγειονομείον
πολλή κοντά ευρισκόμενον εις το κρεοπωλείον.

Όλοι τον επροσκίνησαν ώσαν διοικητήν των
η εβγάλασιν τα μέσα των από την κεφαλήν των

Τοτ’ ο Βαλής ηρώτησεν για τους πληρεξουσίους
οίτινες εξελέχθησαν αντιπρόσωποι του νησσιού.

Αφ’ου παρησιάσθηκαν είπεν να ερευνίσουν
να εύρουν μίαν μέθοδον τα σφάλματα ν’ αφανίσουν.

Ελύθη το συμβούλιον μόνον μ’ αυτούς τον λόγον
κ’ εις τους κατοίκους άφησεν πολύ μεγάλον φόβον.

Την άλλην ημέραν σαν ήλθε η ορισμένη ώρα
πάλιν εσυναχθήκασιν μ’ αναφοράν στην χέρα.

Και όταν ήλθεν ο Βαλής όλοι τον προσκινήσαν
και την κοινήν αναφοράν στας χείρας του εδώσαν.

Έγραφεν η αναφορά ότι να συμπαθήση
κ’ εις ότι έκαμαν κακόν να μη τους τυρρανίση.

Αλλά εκείνος παρευθύς χωρίς να εξετάση
χωρίς να κάμη νομικά και να καταδικάση,

με λόγον αγριότατον είπεν να παραδώσουν
όλους τους πρώτους του κακού και να τους καθαρίσουν

Αι μηχαναί να πληρωθούν καθώς κ’ οι στρατιώται
διότι τους ξυλήσητε όλοι οι πατριώται.

Και το κονάκι παρευθύς τώρα να διορθώσουν
και τούτα όλα παρευθύς αμέσως να τελιόσουν.

Ελύθη το συμβούλιον μετά τους λόγους τούτους
σπασμοί και τρόμος έπιασεν αμέσως τους κατοίκους.

Τας μηχανάς επλήρωσαν για του Βαλή τον φόβον
και το κονάκιν έφτιασαν δια τον ίδιον λόγον.

Το είχον όμως δύσκολον άνδρας να παραδώσουν
φίλους και πατριώτας των εις Τούρκους να τους δώσουν.

Τέσσερ’ εκ των εμπόρων μας επέμενον εις τούτο
για να τους παραδώσωσι στην θέλησιν των Τούρκων.

Ήθελον και τ’ αφεντικά των σκυλλομανικάτων
αυτοί οπού εκάμασιν την Σύμην άνω κάτω.

Αυτ’ οι Τρισμελεούνιδες οι Νέοι Ισκαριώται
το τάγμα του Βελζεβούλ και σατανά στρατιώται.

Έστελλον λίρες στον Βαλήν μεζήτια και λοζα
δια να κάμωσιν αυτοί εκείνα που γνωρίζαν.

Και για ταις λίραις ο Βαλής και δια τα μεζήτια
είπεν να παν τσερκάρωσιν την νύκτα μεσ’ τα σπήτια.

Το τέταρτον συμβούλιον εγίνηκεν την Τρίτην
που έμελλον να προδοθούν οι ήρωες ετούτοι.

Λοιπόν αφ’ού μαζεύθησαν εις το παπόρι μέσα
με γράμματα κ’ αναφοραίς όσαις κι αν εμπορέσαν,

τας έδωσαν εις τον Βαλήν και τον επροσκινήσαν
κ’ από το φόβον τον πολύν δυο ελιγοθυμήσαν.

Διότι αγριεύθηκε πολ’ ο Βαλής της Χίου
που δεν του επαράδωσαν εκείνους τους οποίους,

ήσαν οι πρώτοι του κακού και επαναστατήσαν
και δι’ αυτούς τους αίτιους του ετηλεγραφήσαν.

Όμως οι πληρεξούσιοι είπον εις το πασάν των
οτ’ ήτον όλος ο λαός προπάντων τα παιδιά των.

Ήτον το πράγμα γενικόν από ανοησίαν
ή και από ανάγκην των αι μηχαναί αιτία.

Και ότι δεν ειν’ μερικοί οπού να τους γνωρίζουν
γιατ’ ήτον όλος ο λαός κ’ όλοι σ’ αυτό ελπίζουν.

Ο δε Βαλής φανέρωσεν ευθύς τρεις καταλόγους
και είχον τρειακόσους εξ, υπεύθυνους γραμμένους.

Όλους τους πρώτους ήρωας τους πρώτους βουττικτάδες
κ’ οκτώ καραβοκύριδες, και δώδεκα κουπάδες.

Αυτούς τους εκατάγραψαν οι σκυλλομανικάτοι
και του Βαλή τους έδωσαν ’πό πριν και τους εκράτει.

Αλλ’ επειδή κ’ ήσαν πολλοί και είχεν υποψίαν
μη παν’ και κάμουν ρεμπελιόν καμίαν ανταρσίαν,

είπεν να τους διαλέξωσι να φίσουν  ’κοσιπέντε
και να τους φέρουν αύριον το μεσημέρ’ απόντε.

Διότι αν δεν θέλωσι σ’ αυτό να υπακούσουν
ύστερα που θα πάθωσι θα το μετανοήσουν.

Ήρχισαν και ανέγνωνον λοιπόν τους καταλόγους
κ’ είχαν γραμμένους άδικα ανεύθυνους ανθρώπους

Μ’ όντινα είχαν έχθριτα, ή πάθος οι εμπόροι
εκείνον έγραφον ευθύς να πάρουν στο παπόρι

Όποιον εγνωρίζασιν παλλικαράν στο βούττος
ελέγασιν εις τον Βαλήν υπεύθυνος και τούτος.

Εικοσιπέντε άτομα έγραψαν να συλλάβουν
να δόσωσιν εις τον Βαλήν χωρίς να καταλάβουν,

ότ’ η πατρίς των χάνετε από την προδοσίαν
για ένα πείσμα άτιμον για μιαν ανοησίαν.

Διότι εκατάγραψαν όλα τα παλλικάρια
 εκείνους που εγνώριζαν πώς βγάζουν τα σφογγάρια.

Όλα του Βούττου τα κλιδιά της θάλασσας τα ψάρια
επρόδωσαν οι άτιμοι κ’ όλα τα λεοντάρια.

(Θεέ μου κάμ’ ένα σεισμό και χάλασε την Σύμη
γιατί χειρότερον κακόν στον κόσμον δε εγίνη!

Να παραδώσουν ήρωας αυτοί οι πατριώται,
μάλιστα πληρεξούσιοι να γείνωσι προδώται!

Ελύθη το συμβούλιον μ’ υπόσχεσιν να φέρουν
αυτούς που καταγράψασι γιατί θα υποφέρουν.

Τάγματα εδιώρησαν ως και Καπετανάτα
δια να ήνε άγρυπνοι να ερευνούν στην στράτα.

Να ερευνώσιν τα βουνά τα σπήτια τα κατώγια
να εύρουν όσους έγραψαν να φέρουν στα παπόρια.

Το βράδυ σαν ενύκτωσε σημάναν τας καμπάνας
και εις την ενορίαν του να πάγη ο καθ’ ένας.

Να ενωθούν τα τάγματα να παν’ να ερευνώσι
κ’ εξέλεξαν και αρχηγούς για να τους διοικώσι.

Κάποιοι εμπόροι έταξαν πεντήκοντα μεζήτια
σ’ όποιον συλλάβη άνθρωπον και σας το λεγ’ αλήθια.

Ανάθθεμά σας άτιμοι εγκόνοι του διαβόλου
αδέλφια του Βελζεβούλ του πρώτου Εωσφόρου.

Ανάθθεμα σας άτιμοι και είσθε και εμπόροι
κ’ εφέρητε στον τόπον σας πολεμικόν παπόρι

Δεν ντρέπεσθε τα μούτρα σας διαόλου γαϊδάροι
να φέρητε στον τόπον σας τέτιον βαρύ γομάρι;

Εσείς οι ίδιοι εμβαίνετε και σύμβουλοι του τόπου
τα μεγαλήτερ’ άλογα απ’ όλους τους ανθρώπους.


           η Παράδοσις των ανθρώπων.


Λοιπόν αφ’ ου μαζεύθησαν σ’ όλας τας ενορίας
κ’ εξέλεξαν και αρχηγούς (έργα κοϊναρίας),

τότε πλιόν εφανέρωσαν εις τον λαόν τί τρέχει
γιατί το είχον μυστικόν κανείς να μη κατέχη.

Στον Άγιον Αθανάσιον εκεί επροτοπιάσαν
τον Γιάννην τον Καλλίαρον κ’ ευθύς  τον κατεβάσαν.

Μεσ’ το παπόρι στον Γιαλόν νύκτα με το φανάρι
διόλου δεν ησθάννοντο τί κάμνουν οι γαδάροι.

Δεν πέρασαν δέκα λεπτά και έπιασαν και άλλον
όλως διόλ’ ανεύθυνον Γιόργην τον Δραγουμάνον.

Άνθρωπον τόσον ήσυχον όπου δεν έχει άλλον
και φρόνιμον και τακτικόν χωρίς κανένα φάλλον.

Τρεις έπιασαν για μιαν στιγμήν στον Άγιον Αθανάση
που πήγαν και αυτοί εκεί τι τρέχει να ιδούσι.

Νύκτα τους εκατέβαζαν εις το παπόρι μέσα
(εγώ ακόμα απορώ και πως δεν τους εδέσα).

Η Σύμη τότε ήτανε ολόκληρος στο πόδι
νέα παιδιά και γέροντες εγύριζον στα όρη.

Τρία μερόνυκτα σωστά εγύριζαν να βρώσι
από αυτούς που γράψασι χωρίς να κοιμηθώσι.

Εκείνοι οι κακόμοιροι σταις τρύπαις εντρυπώσαν
όπου εγνώριζαν κρυπτήν και όπου εμπορούσαν.

Την άλλην μέραν φίλοι μου απόντε μεσημέρι
επιάσασι τον Κούκκουρα το πρώτον παλλικάρι.

Της θάλασσας τον Δέλφινα τον βουττικτήν τον πρώτον
διά τον φθόνον μερικών τον έπιασαν και τούτον.

Εις ένα σπήτι έρημον έστεκε φυλαμένος
και με γυναίκιον φόρεμα ήτανε φορεμένος.

Αμέσως πέντε τάγματα τον επολιορκίσαν
με άρματα και με φωναίς και τον εφοβερίσαν.

Εκείνος όμως δεν είχεν τουλάχιστον μαχαίρι
δια να δείξη εις αυτούς πόσον τους διαφέρει.

Αλλ’ όμως το παράπονον τον έκαμεν να κλαύση
και πάλιν η ανδρία του τον έκαμεν να παύση.

Έβγαλεν τα φορέματα εκείνα που φορούσε
κ’ έκραξεν την γυναίκα του και την ’ποχερετούσεν.

Τρεις έμποροι τον έπιασαν κ’ εις τον πασάν τον πάγουν
και χάρισμα από αυτόν ήλπιζαν για να λάβουν.

Και μόνον τρία τάγματα ήρχοντο από πίσω
δια να τον φυλάττωσι, να μ’ υποφέρ’ η νήσος.

Και πρώτον τον επέρασαν απ’ του Καϊμακκάμη
και τού ’δωσεν γαρούφαλλον κουράγιον να του κάμη.

Ύστερα τον υπήγασιν μέσα εις  το παπόρι
κ’ ευχαριστήθην ο Βαλής γι’ αυτό το κελεπούρι.

Ύστερ’ από καμιάν ώραν επιάσαν άλλους έξη
τον Ιωάννην της Τσιμιάς, Φεντούκας τον Θανάση.

Χαράλαμπον του Γιοργουδιού, Μπάρβα, και τον Καμένο
κ’ άλλον τον Στάτην του Μελά, τον κακομοιριασμένο.

Και πάλιν σαν ενύκτωσεν ηκούσθη κ’ άλλος θρήνος
γιατί ευρέθ’ ο Σφακιανιός ο Καπετάνιος κείνος.

Όπου τον Πρέσβυν έβρισε στον αϊ- Γιάννη μέσα
στην πρώτην την συνέλευσιν όταν εκοπανούσαν.
Και τούτος ο ανεύθυνος άδικα επροδώθην
χωρίς να πταίση τίποτε ως αρχηγός ετέθην.

Άνθρωπος που δεν έδειρεν κανένα στρατιώτην
ούτε στην Σύμην έβλαψε κανένα πατριώτην

Ούτε στο μαγαζήν ήτον να πα’ να κλέπτη τσίττια
παρά εις την συνέλευσιν πως είπεν την αλήθια.

Γι’ αυτό και τον επρώδωσαν ωσάν επαναστάτην
Νικόλαον τον Σφακιανόν τον βέρρο Σταυριώτην.

Νύκτα τον εκατέβαζαν χωρίς να λάβουν σπλάχνος
κ’ εκείνος που τον πρόδωσεν ο Χριστιανομάχος.

Τον Θωδωράκην έπιασαν άρρωστον τον καϋμένον
έτσι όπως ευρίσκετο κατατσακκατεμένον

Έπιασαν κ’ άλλον Βουττικτήν τον Γιάννην τον Κοντίτση
την άλλην μέραν ’π το πρωϊ πριν ήλιος να φωτίση.

Κ’ άλλους πολλούς εσύλλαβαν άνδρας ανδριομένους
και του Βαλή τους έδωσαν αδίκως τους καϋμένους.

Υπήγαν πέντε τάγματα να πιάσουν τον Αράπη
θαρρώντες ότι ήτανε κανένας φόφιος κάττης.

Ετούτος είνε ήρωας που μόνον με τα μάτια
να σε ιδή δυο τρεις φοραίς σε κάμνει δυο κομάτια.

Σωτήρης ονόμαζετε κανένα δεν φοβάτε
σαράντα να’νε ξυπνητοί κ’ εκείνος να κοιμάται.

Βαστά ‘πό του Κυραμαργιού τ’ανδριωμένον Γένος
το άξιον και ηρωϊκόν και είνε ξακουσμένος.

Σαν Δράκος είνε στην ξηράν στην θάλασσαν σαν ψάρι
είνε ο πρώτος Βουττικτής της Σύμης Λεοντάρι.

Δεκαενιά εσύλλαβαν άνδρας παλλικαράδες,
οίτινες ήσαν βέβαια και όλοι βουττικτάδες.

Κ’ άλλους δεν θέλη ο Βαλής αλλά ευχαριστήθη
διότι του υπήκουσαν τα Συμιακά τα πλήθη.
Άφησεν όμως διαταγήν ότι να μη τσουρμάρουν
αυτοί που δεν ευρέθησαν στο βούττος να μη πάγουν.

Κ’ όλ’οι Καραβοκύριδες εγγύησιν να δώσουν
κανένα να μη πάρωσιν γιατί θα μετανιόσουν.

Ύστερ από ενιά μέραις οπού κάμαν στην Σύμη
έφυγαν τα πολεμικά παπόρια του Μπραϊμη.

Και εις την Ρόδον πήγασιν δια να φυλακώσουν
τους άνδρας που επρόδωσαν έως να τους δικάσουν

Ύστερα τους επήρανε στην Χιον με το παπόρι
διότι έτσι πρόσταξαν της Σύμης κάπιοι εμπόροι.

Στην Χιον κατεδικάσθισαν αιτία τα λοΐζα
όπ’ οι προδώται έστελλον σε κείνον που γνωρίζαν

Τέσσαρας κατεδίκασαν στα σίδηρ’ ένα χρόνον
κ’ οι δεκαπέντε οι λοιποί ως έξη μήνας μόνον.

Υπέφερον μαρτύρια και βάσανα και φόβους
οπού να τα διηγηθώ δεν φθάνω δύο χρόνους.

Τους είχον κ’ από τους ληστάς χειρότερον ακόμη
διότι έτσι πρόσταξαν τ’ αφεντικά απ’ την Σύμη.

Του Εωσφόρου γενεά του Σατανά συντέκνοι
διότι με αυτούς μαζύ εμάνθανον την τέχνην.

Αυτά είναι τα βάσανα τα πάθη και οι κόποι
τα όσα υποφέρασιν στην Σύμην οι ανθρώποι.

Αιτία είν’ αι μηχαναί π’ ο κόσμος ηφανίσθη
και έγεινεν ελεεινή και όλ’ αιχμαλοτίσθη.

Τώρα εξενιτεύθησαν άνδρες δύο χιλιάδες
και μέλλει να κατοικηθή από ταις Κουκκουβάδες.

Μάλιστα θα κατοικηθή από ταις Κουκκουβάδες.
διότι εστολίζετο από τους βουττικτάδες.

Λοιπόν αφού αυτ’ έφυγον κ’ υπήγον σ’ άλλα μέρη
και Κολιανοί θα έλθωσιν καθώς και όλ’οι Γλάροι.
Πόσον κακόν μας έκαμαν αι μηχαναί στον τόπον
κ’ εγέμησαν την Νήσσον μας με βάσανα και κόπον.

Όλα ειν’ εξ’ αμαρτιών όσα σ’ημάς συμβαίνουν
και όσα καθημερινώς στην νήσσον μας τυχαίνουν.

Διότι πρώτα είχαμεν έπαρσιν υπέρ φύσιν
ξωδεύαμεν τα χρήματα ωσάν να ήτο βρύσι.

Και κάθε χρόνον τακτικά πάνω στο παλαμάρι
ο Βουττικτής εγύρευεν λίραις πολλαίς να πάρη.

Στην φιάκαν το τραβούσαμεν ταις λίραις να ζητούμεν
χωρίς ποτέ τα ύστερα ημών για να σκεφθούμεν!

Πόσοι και πόσοι εχάθησαν αιτία οι βουττικτάδες
και την κοιλιάν των κυνηγούν ωσάν και οι κροκκάδες;

Πόσοι Καραβοκύριδες υπήρχον εις την Σύμη
έχοντες εις τας κάσας των χρυσίον και ασήμι;

Όλ’ οι Καραβοκύριδες είχον το ιδικόν των
και όλ’ είχον ταις σκάφαις των και το χρηματικόν των!

Και τώρα όλοι χρεωστούν, μπορούμεν ν’ αρνηθούμεν
για λόγου μας εχάθησαν και πρέπει να το πούμεν!

Όλ’οι Καραβοκύριδες που είχον ταις χιλιάδες,
όλοι των εχρεώστεψαν δια τους βουττικτάδες.

Λοιπόν είνε Θεού  Ραβδί φίλοι και πατριώται
και το σηκώνει ο Θεός αμέσως πάλιν, πότε;

Όταν μετανοήσωμεν με όλην την ψυχήν μας
και όταν καταλάβωμεν την πριν διαγωγήν μας.

Ω Σύμη Μήτερ των νησσών Πατρίς λογιοτάτων
κατοικουμένη υπ’ ανδρών πολλύ ανδρειοτάτων!

Σύμην ξηράν και άνυδρον σε έκαμεν η φύσις
κ’ υπό των κατοίκων έγεινες του παραδείσου βρύσις!

Ήθελες γίνει το τριπλούν Σύμη απ’ ότι είσε
σ’ όλα της γης τα πέρατα έπρεπε να παινήσε.
Η τύχη σε κατάτρεξεν, κ’ ήθελεν να φωτίση
να εύρωσι τας μηχανάς για να σε αφανίση.

Αν δεν ήσαν αι μηχαναί ωραιοτάτη Σύμη
τώρα θα ήσουν βουλλητή ’πο μάλαμα κι ασήμι.

Αν δεν υπήρχον μηχαναί θα ήσουν μία πόλις
όπου στον κόσμον σαν εσέ καμιάν δεν θάχεν άλλη.

Αν δεν ήσαν αι μηχαναί ώστε δεν δυστηχούσες
ν’ αλθής σε τόσα βάσανα όπου δεν τα στοιχούσες.

Αν δεν ήσαν αι μηχαναί εσύ θα ήσουν πρώτη
στον πληθυσμόν, στο όνομα, καθώς και εις τα πλούτη.

Μα πταίη η Κυβέρνησις μέσα από την πόλι
γιατ’ είνε οι πασάδες της όσπερ και οι διαβόλοι.

Κ’ άλλην δουλιάν δεν έχουσι παρά που μας εγδαίρουν
κ’ από το στόμα το ψωμί σαν σκύλλοι μας το παίρουν.

 Αλλά αφ’ού το δέχεται χωρίς να ωφελήτε
κ’ εις ότι εζημιόθημεν αυτή ευχαριστείται,

η αμαρτία των νησσών να ήνε στον λεμόν της
διότι όλα τα κακά μάς ηύραν στον καιρόν της.

Κ’ έχ’ ο θεός και για ημάς έχει και για την Σύμη
διότι αλλιώς την ήξευρα κ’ άλλης λογής εγίνη........
  
Αφ’ού λοιπόν εγίνησαν όλα τα ανωτέρω
τα όσα διηγήθημεν στο δεύτερον το μέρος,

και τα παπόρια έφυγον πλέον από την Σύμην
κ’ οι Βουττικτάδες έφυγον πάλιν στην επιστήμην,

την νήσσον εκυρίευσεν μεγάλ’ απελπισία
άμετρος λύπη ένεκα η ακαταστασία.

Προπάντων αι Γυναίκες δε όλων των συλληφθέντων
τα τέκνα και οι συγγενείς όλων των προδοθέντων,

ύβριζον τους εμπόρους μας και όλους του αιτίους
ύβριζον όμως άδικα κ’ ανθρώπους ανετίους.

Πάντοτε είχον σύγχησιν και πάντοτε καυγάδες
και δίκαια τους ύβριζαν τους παλιομασκαράδες.

Οι άνθρωποι όσοι έλιπαν πάλιν εις την Μανδρούχα
ο εις τον άλλον έπιανεν πάντοτε εις το γιούχα.

Εγίνησαν όλοι εχθροί ο ένας με τον άλλον
και όλα τα πταιξίματα ήσανε των μεγάλων.

Διότ’ αυτοί τας έκαμαν όλας τας προδοσίας
γενόμενοι πρωταίτιοι της ακαταστασίας.

Οι άνθρωποι εδούλευαν δυσκόλως στην Μανδρούχα
και δεν ηδύναντο να βρούν να βγάλουν μιαν τσιμούχα.

Τον μήνα τον Σεπτέμβριον όπου το βούττος παύει
πάλιν εσυναχθήκασιν από τον ήλιον μαύροι.

Απελπισμέν’ όλοι σχεδόν δια πολλάς αιτίας
και δια την αδουλεψάν και γι’ άλλας δυστυχίας.
Εσκέπτοντο με τί τροπον πλέον να παν να ζήσουν
εις ποίον μέρος του κερού να παν να  κολυμβήσουν.

Διότι την Καραμανιάν όλην την ερουφίξαν
οι άτιμοι μηχανικοί όπου κι’ αν εβουττίξαν.

Και την Μανδρούχαν έφαγαν και δεν έχει σφογγάρια
(αλήθια όμως έγειναν και κάμποσοι κουβάρια).

Συρίαν λέγω κ’ Αίγυπτον όλα τα εσκουπίσαν
αι μηχαναί αι άτιμαι και  σπόρον δεν αφίσαν

Ταύτα συλλογιζόμενοι μεγάλως ελυπούντο
μάλιστα δε τα πρώτα των οσάκις ενθυμούντο.

Ο χρόνος δε επέρασεν και ήλθεν ο χειμώνας
κ’ από την πτώχιαν έδιασεν της Σύμης ο Λιμιώνας.

Διότι όλοι έχασαν τα πάνω και τα κάτω
γιατί εξολοθρεύθησαν υπό τον Μανικάτων.

Στα χίλια οκτακόσια ογδονταπέντε έτος
ήλθεν στην Σύμην έξαφνα ο Μαγκαφάς ο Πέτρος.

Ανήρ Συμαίος κ’ έλειπεν μαζί με τους Υδραίους
και βρίκασιν άλλην δουλιάν εις άλλους τόπους νέους.

Κ’ εκύριξεν ότ’ εύρηκεν σφογγάρια με το φτιάρι
που όλος ο κόσμος να βουττά χρόνους δεν θα τα πάρη.

Ο λόγος διεδόθηκεν εις όλους τους Συμαίους
διότ’ ο Πέτρος έλεγεν λόγους πολύ σπουδαίους.

Έλεγεν «τα σφογγάρια κάθονται χύμα κάτω
και αι Τσιμούχαι σαν άμμος στης θάλασσας το πάτο.

Τα δε νερά πολύ ριχά πέντε οργές ως έξη
τριαντ’ οκκάδες έβγαζεν καθ’ άνθρωπος να παίξη.

Τα κρέατα έχουν φθενά τριάκοντα παράδες
       και θα περνούν καλήν ζωήν εκεί οι σφογγαράδες.

Λιμένας έχει περισσούς όπου και αν φουντάρης
και τα νερά πολύ γλυκά από ‘που και αν πάρης.
Αι σκάφαι όμως δεν κάμνουν διότι ’νε γαλίνια
προπάντων δε στο πέλαγος φοβούνται τα μπορίνια.

Διότ’ αυτό το πέλαγος είνε πολύ μεγάλο
είνε και πλέον τρομερόν από κανένα άλλο.

Η μόνη ευκολία δε, είνε να παν με βάρκαις
και από τώρα έπρεπε να παραγγείλουν φάρκαις.

Να βρουν καράβι με μισθόν για να τους εμβαρκαίρη
και να τους πάρη εύκολα στης Τρίπολις τα μέρη…».

Ολ’ οι Συμαίοι έχαιρον και ήρχισαν να πίνουν
διότι ελογάριαζον εφέτος να πλουτίνουν.

Πίνοντες δε εφώναζον ας ειν’ καλά η Ζουάρα
που έχει δια λόγου μας αρίθμητα σφογγάρια.

Και γενικώς ποφάσισαν δια το μέρος τούτο
και άνδρες εκατόν χρονών επήγαιναν στο βούττο(ς).

Όλος ο κόσμος έλαβεν είδησιν απ’ την Σύμη
ότι ξανακενούργιωσεν πάλιν η επιστήμη.

Κ’ όλος ο κόσμος έχαιρεν κ’ όλοι οι βουττικτάδες
διπλήν δε πάγαν έλαβον τότε και οι κουπάδες.

Αυτός δ’ ο Πέτρος Μαγκαφάς ετσούρμαρεν ανθρώπους
καί διδεν χρήματα πολλά γι’ αυτούς τους ίδιους τόπους.

Διότι τον εστείλασι της Ύδρας οι Εμπόροι
να βρη καλούς κολυμβητάς όσους και αν ημπόρει.

Και τσούρμαρεν ως εκατόν ίσως και παραπάνω
και όλους τους εμβάρκαρεν δια την Ύδραν πάνω.

Στην Σύμην δε ο Γιανναράς που έχει την Καμπάραν
έκαμεν την απόφασιν να πάγη στην Ζουάραν.

Κ’ ευθύς ετοιχοκόλλησε σ’ όλα τα καβενεία
ότι με την Καμπάραν του πάγει στην Μπαρμπαρία.

Να την φορτώση βουττικτάς με τα πλοιάριά των
με όλα των τα έπιπλα και τα σιδερικά των.

Κ’ αμέσως εμαζεύθησαν 45 πλοία
άτινα εσυμφώνησαν δια την Μπαρμπαρία.

Και άλλα δε εσήκωνεν πλέον αυτ’ η καράβα
αν κ’ ήτανε φαρδύτερη κ’ από τ’ αυτιά του Γιάβα.

Άλλοι δε εναυλώσασι Σανίδας την γουλλέττα
για να σπογγαλιεύωσιν από την Μισιρέττα.

Τρεις Τριχαντίρες έτι δε του Λεντιακού αι δύο
και άλλη μια του Μιχαήλ Αγγέλου των παιδίων.

Εναυλωθήκαν και αυταίς δια αυτό το μέρος
ήτον δε με τους Λεντιακούς κ’ ο Γουννελλάς ο γέρος.

Και όλοι ετοιμάζοντο με προθυμιάν μεγάλην
να πάγουν να θερίσωσι της θάλασσας το μάλη.

Μα οι εμπόροι άσπονδοι εχθροί των Βουττικτάδων
φίλοι δε των Μηχανικών των Τεμπελλοχανάδων,

δεν ήθελον να δώσωσι παράν για την Ζουάρα
γιατ’ από πρίν εκόρδισαν καμάκι στην κοντάρα.

Μόνοι δε οι μικρέμποροι τους εκατατσουρμάραν
διότ’ αυτοί επάσχιζαν κ’ ήθελον την Ζουάραν.

Πλήθος δε έφυγαν πολύ και πήγαν στην Ελλάδα
και από κει ετσούρμαραν και ήλθον στην Ζουάρα.

Ξεκίνησαν δε και πολλοί με σκάφαις να υπάγουν
καιι όλοι εμανίζασι την θάλασσαν να φάγουν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου