Σάββατο 4 Σεπτεμβρίου 2010

Μερος 5. Απελπισια Βουττικταδων



            Απελπισία των Κολυμβητών.
απόφασις, αναχώρησις, και επιτυχία αυτών
                        εις Τρίπολιν

Φόβον πολύν ελάβασιν όλοι οι βουττικτάδες
να ’δώσιν τέτια πράγματα για δύο εβδομάδες!

Φόβος μας εκυρίευσεν τους βουττικτάδες όλους
κ’ αμάχην είχαμεν πολλήν μ’ αύτους τους διαβόλους.

Διότι μας ηφάνισαν οι σκύλλοι κατά κράτος
νεκροταφείον έκαμαν της θάλασσας τον πάτο.

Όπου κι αν εβουττούσαμεν ευρίσκαμεν τα λέσα
αλλά οι περισσότεροι ήσαν στους φάρδους μέσα.

Εξ άλλου μέρους έφαγαν και όλα τα σφογγάρια
αν κ’ όλοι οι εποίλιποι εγίνησαν κουβάρια.

Ημείς δε πλέον βλέποντες ακάθαρτα τα ψάρια
και πουθενά μη βρίσκοντες να βγάλωμεν σφογγάρια,

εκάμαμεν απόφασιν να φύγωμεν από κει
πριν μας χαλάση άδικα κ’ η Αφρική καϊκι.

Πρώτ’ οι Καλύμνιοι έφυγαν πάνω από τον πάγκον
κ’ εις την Βεγγάζαν πήγενον να δώσι της δουλιάν των.

Μα οι Συμαίοι ξεύροντες ότι έως να φθάσουν
στα μέρη που σκοπεύουσι τον κόπον των θα χάσουν,

ήρχισαν για να σκέπτωνται πως έχουν να γενώσι
σε ποίον μέρος έπρεπε να παν να κολυμβώσι.

Εσκέφθησαν να πα να ιδούν κ’ απέξω στην Ζουάρα
να δοκιμάσουν και εκεί ίσως και  βρούν σφογγάρια.

Και αν δεν εύρουν μήτε κει να πάγουν παρά κάτω
να δοκιμάσουν τακτικά της Αφρικής τον πάτο.

Έτσι το απεφάσισαν και έτσι το εκάμαν
και πλοία διακόσια φεύγωμεν εν τω άμα.

Κ’ εις την Ζουάρα πήγαμεν κοντά το μεσονύκτι
την άγκυραν ερίψαμεν και μέσ’ την λάσπην μπίχτη.

Και όταν εξημέρωσεν εβλέπαμεν τα κάτω
πέτραις δια να εύρωμεν στης θάλασσας τον πάτο.

Τίποτε δεν ευρίκαμεν αν και με τόσους κόπους
όλοι εδοκιμάσαμεν σε διαφόρους τόπους.

Φίκια και Μούχλαις βρίσκαμεν και όχι τίποτ’ άλλο
κ’ οι άνθρωπ’ όλοι έπεσαν εις λογισμόν μεγάλον.

Το πώς έχουν να κάμωσιν αυτό το καλοκαίρι
που τίποτε δεν εύρισκον στης Τρίπολις τα μέρη.

Και ήρχισαν να βλασφιμούν και ν’ αναθθεματίζουν
τον αίτιον τον Μαγγαφάν κ’ όλοι να του μανίζουν.

Διότ’ αυτός τους έφερε στης Τρίπολης τα μέρη
κ’αιτία τούτος έφυγον κ’ οι περασμένοι γέροι.

Των έτασσεν πως θα βουττούν πέντε οργιαίς ως δέκα
κ’ αυτοί βουττούσαν είκοσι και πάλιν δεν ευρήκα.

Και όλοι του εμάνιζαν για να τον κοπανίσουν
και όπου κι αν τον εύρωσιν να τον εξυλαρίσουν.

Δεν είχεν όμως κ’ άδικον ο Καϋμένος Πέτρος
γιατί αλλιώς ήτον επέρισυ κ’ αλλιώς ήτον εφέτος.

Εκείνος ελογάριαζεν ότι θα εύρουν κι άλλα
για τούτο επαράγγειλεν τεπόζιτα μεγάλα.

Ποτέ δεν ελογάριαζε να μη μεταφυτρώσουν
κ’ όλα τα πλοία πούλθασιν να μη παραφορτώσουν.

Οι άνθρωποι δε έχοντες μεγαλοτάτην θλίψιν
κανένας των δεν ήξευρε τι λόγον να μιλήση.

Ηθέλησαν να φύγωσι να πάγουν στην Μανδρούχα
τόσον απελπισθήκασιν και τόσην λύπην είχαν.

Εφύγαμεν και από κει χωρίς ένα σφογγάρι
χωρίς κανένας άνθρωπος καλήν καρδιάν να πάρη.

Μιαν μέραν αρμενίσαμεν περίλυποι περίσσα
και πήγαμεν στην Τρίπολιν όλα τα πλοία ίσα.

Υπήγαμεν κ’ αράξαμεν κ’ επιάσαμεν μαούνες
δια να παλαμίσωμεν πριν πιάσουν αι φουρτούνες.

Αφ’ ού επαλαμίσαμεν όλοι εσυμφονήσαν
για να τραβίξουν παρευθύς εις την Μανδρούχαν ίσα.

Άλλοι δε εσυμφώνησαν οι Καλυμνιοί προπάντων
να πάγουν να δουλεύωσι στου Βεγγαζιού τον πάγκον.

Ημείς δε εσκοπεύαμεν να πάμεν εις το Ζίρπι
και πέντεξη πλοιάρια να κάμνωμεν κολύμπι.

Και κάθε εις οπού θέλεν εσκόπευεν να πάγη
και με αγρίαν άμετρον την θάλασσαν να φάγη.

Ημέρα ήτον Σάββατον όταν εσυμφωνούσαν
και μερικοί, στο πέλαγος απέξω εβουττούσαν.

Και βρίσκασιν σφογγάρια και έβγαλαν καμπόσα
ωραία κ’ υπερθαύμαστα οπού μας  εθαμπώσαν.

Και επαρηγορήθημεν ελπίζοντες μεγάλως
ν’ ανοίξωμεν καμιάν δουλιάν να φάγ’ ο εις κ’ ο άλλος.

Συμαίοι την ευρήκασι και τούτην την πανκάδα
που την Ζουάραν έκαμεν να έχη νοστιμάδα.

Με θάρρος επερίμεναν να έλθη η δευτέρα
μ’ ελπίδα και με δύναμιν έτι μεγαλιτέρα.

Και όταν εξημέρωσεν όλοι ευθύς εφύγαν
κ’ έξω από την Τρίπολιν στο πέλαγος υπήγαν.

Βαθέως εφουντάραμεν οργιαίς τριανταέξη
και ρέμα(ν) ανυπόφερτον καθώς και εις το Μέξι.

Εβγάλαμεν σφογγάρια ωραία και μεγάλα
στρογγύλα και ψιλόμματα κ’ άσπρα ωσάν το γάλα.

Εχάρημεν χαράν πολλήν εκείνην την ημέραν
δια την νέαν μας δουλιάν την και ευκολοτέραν.

Είδαμεν ότι βρίσκονται πάρα πολλά σφογγάρια
αλήθια όμως ήθελεν και όλον παλλικάρια.

Γιατί ήτον πολύ βαθιά πάνω απ’τας τριάντα
πολλάκις δ’ εβουττούσαμεν ως και οργιές σαράντα.

Είχεν και κρύον δυνατόν στης θάλασσας τον πάτο
που έκαμνεν τον Βουττικτήν κ’ εχόρευε τσερκάτο.

Ήτανε δυσκολιά πολλή μ’ εβγάζαμεν σφογγάρια
και άφοβα βουττούσαμεν στην θάλασσαν σαν ψάρια.

Το βράδυ όμως ράζαμεν πάντοτε στο λιμάνι
και δι’ αυτό δεν είχαμεν ποτέ μας ραμαζάνι.

Κάθε βραδύ στην Τρίπολιν όλοι οι βουττικτάδες
κρέας που δεν αφίναμεν να βρούν κ’ οι αραπάδες.

Ντομάταν δεν αφίναμεν ουδ’ άλλο Ζαρζαβάτι
ούτε χουρμάδες να ιδούν οι κάτοικοι στο μμάτι.

Όλα τα εμαζεύαμεν ημείς οι σφογγαράδες
κ’ αφίσαμεν στην Τρίπολιν όλους μας τους παράδες.

Διότι εμαζεύθησαν εκεί και άλλα πλοία
που ήλθασιν επίτιδες για την σπογγαλιείαν.

Ως και από την Αίγυπτον κ’ από το Παρασάμι
μαζεύθησαν κολυμβηταί με μάνιτα μεγάλην.

Έως εκεί ηκούσθησαν του πάγκου τα σφογγάρια
κ’ έτρεξαν να μαζεύσωσι κ’ αυτά τα παλλικάρια

Ετούτοι δ’ εμπαρκάρασι κ’ ήλθαν με τα παπόρια
αλλ’ όμως εβουττούσασι ριχά και όλοι χόρια.

Αράπικα πλοιάρια ήλθαν ως εννιακόσα
αλλά τα περισσότερα βουττιάν που δεν εδώσαν.

Είδον και εφοβήθησαν το κρύον και το βάθος
και την καρδιάν των έπιασεν το της δειλίας πάθος.

Κ’ ευθύς πάλιν εμβάρκαραν δια το Παρασάμι
κ’ έκαμαν τόσα έξοδα άδικα οι καμένοι.

Μα οι Συμαίοι λέοντες και ψάρια της θαλάσσης
εκάμασιν την Τρίπολιν κ’ έχασεν τα μυαλά της.

Ωραίοι δε κολυμβηταί ήσαν κ’ οι Καλυμνιώτες
κ’ είχεν και βάρκαις έτεραις από Αστουππαλιώτες.

Υδραίους είχεν περισσούς κάμποσους Καστριώτες
και Κρανιδιώτες μερικούς και πλήθος Αιγινιώτες.

Χαλκήται δε, και Τηλιακοί, Λεριοί καθώς και Κώταις
είχεν δε μέγαν χαβαλέν και Καστελλοριζιώτες.

Αφ’ όλην την Μεσόγειον υπήρχον σφογγαράδες
ως και Οθωμανούς πολλούς επήραν για κουπάδες.

Και όταν εσχολούσαμεν γέμιζεν το λιμάνι
και τόσος μέγας πληθυσμός στον κόσμον δεν εφάνη.

Δυό μήνας εδουλεύσαμεν στης Τρίπολης τα μέρη
και τότ’ αδυνατίσαμεν κ’ εγίνημεν σαν γέροι.

Διότι τόσον βαθουλλά και κρύα καθ’ημέραν
όλοι μας αρωστήσαμεν ωσάν από χολέραν.

Άνθρωπος που δεν έμεινεν γερός να μη ρωστήση
κ’ από τα τόσα βάσανα να μην κακοπαθήση.

Πολλοί ανθρώποι έσπασαν από το τόσον βάθος
και έπεσαν οι δυστυχείς στο πλιό μεγάλον πάθος.

Σαν είδον οι Κολυμβηταί ότι αδυνατίσαν
και ότι πλήθος ασθενείς σ’ όλα τα πλοία ήσαν,

κοινώς το απεφάσισαν πλέον για την πατρίδα
άλλ’ όμως ήνοιξαν δουλιάν κ’ άλλην εις την Λυμπίδα.

Εκείνη ήτις λέγεται Κούμψα στους Αραπάδες
όμως σ’ αυτήν δεν ήλθασιν όλοι οι σφογγαράδες.

Διότι ήτανε μικρή κ’ ωγρίγορα εφαγώθη
και από πλοία είκοσιν κατεξιχαλαρώθη.

Ημείς δε εδουλεύαμεν όλον στο ίδιον μέρος
απ’ την αρχήν που πήγαμεν και έως εις το τέλος.

Διότι  άμα ήλθαμεν από τον πάγκον πίσω
πάντα μου εις την Τρίπολιν ήθελα να βουττίσω.

Και έως τώρα ήτανε και καθαρά τα κάτω
και σαν Κριστάλλι έφεγγεν σαν έφθανες σον πάτο.

Ύστερον δε εκαλούμαρεν και θόλαις φοβισμέναις
κ’ εφαίνονταν αι θάλασσαι ωσάν χορταρωμέναις.

Εφάνη κ’ άλλος διάβολος χίλιαις οκκάδες ψάρι
που κόντεψ’ έναν βουττικτήν Συμαίον να μας πάρη.

Μόνον αυτό μας έλιψεν τώρα κ’ αυτό εφάνη
και κόντεψε τον άνθρωπον κομμάτια να τον κάμη.

Έζησε μέν ο δυστηχής όμως τυρρανισμένος
π’ αν δεν ήσαν οι ιατροί θα ήτον ποθαμμένος.

Όλοι μας εφοβήθημεν για τούτην την αιτίαν
και όταν εβουττούσαμεν είχαμεν υποψίαν.

Ευθύς λοιπόν ποφάσισαν να φύγουν σ’ άλλα μέρη
δια να το περάσωσιν αυτό το καλοκαίρι.

Διότ’ αφ’ού  αρχίνησαν να φαίνονται τα ψάρια
ας πάγουν εις τ’ ανάθθεμα Τσιμούχες και σφογγάρια.

Ολ’ οι Καλύμνιοι έφυγον και κάμποσοι Συμαίοι
έμειναν δε και κάμποσοι όσοι ήσαν γενναίοι.

Μαζί μ’ αυτούς εμείναμεν κ’ ημείς οι μυοφάδες
έμειναν δε και πέντεξη Υδραίων ακταρμάδες.

Τρείς μέραις εδουλεύσαμεν κ’ εφάνη κ’ άλλο ψάρι
που μόνον τόνα δόντι του ήτον μισόν καντάρι.

Μεγάλον ήτανε πολύ το τρισκατηραμένον
ωσάν Φρεγάδα Γαλλικιά, κ’ ήτον και λυσσασμένον.

Τα πλοία εδοκίμαζεν ολόκληρα να χάψη
τα δόντια του τα άγρια στο αίμα μας να βάψη.

Ιδόντες τέτιον Σατανάν ημείς οι καϋμένοι
κίτρινοι εγενίκαμεν ώσπερ αποθαμμένοι.

Τα ρούχα μας εβάλαμεν κάμνωμεν τα παννιά μας
και σαν ρολόϊ αγγλικόν εκτύπαν η καρδιά μας.

Τότε εσυμφωνίσαμεν μετά ημέραν μίαν
όλοι μας να σαρδίσωμεν από την Μπαρμπαρίαν.

Έμειναν δε του Καραβιού στην Τρίπολιν μονάχοι
δια να κολυμβούν ριχά να βγάλουν ότι λάχη.

Ημείς λοιπόν εφύγαμεν και για καλήν μας μοίρα
για πέντεξη μερόνυκτα εφθάσασεν στην Ύδρα.

Άλλα δε πάλιν  εξ αυτών υπήγαν στην Ασίαν
στην Κρήτην, εις την Κάρπαθον κ’ εις τα λοιπά Νησσία.

Και πάνω κάτω βγάλαμεν το μεροκάματόν μας
και όλ’ επεριμέναμεν να έλθη ο καιρός μας.

Το δε καράβι έμεινεν στην Τρίπολιν ακόμη
έδιασαν όμως κάμποσον από τ’ ασκέρ’ οι δρόμοι.

Οι πλοίαρχοι των καϊκιών ποτέ δεν συμφωνούσαν
αλλ’ ήθελον να φύγωσι και άλλοι εβουττούσαν.

Έχασαν όμως παντελώς τα πάνω και τα κάτω
ως και ταις πέτραις έχασαν πλέον από τον πάτο.

Διότι άμα έφυγον αι σκάφαις κ’ εσαρδίσαν
και τούτοι οι κακόμοιροι πλέον εσαστιρδίσαν.

Εγέμησεν η θάλασσα Σκυλλόψαρα χιλιάδες
το κάθε ένα ζύγιζεν ως χίλιαις οκκάδες.

Σαν είδον τέτια πράγματα ήρχισαν να μπαρκαίρουν
και όλα των τα έπιπλα και σκεύη να μαρκαίρουν.

Και όταν ετελίωσαν έκαμαν τα παννιά των
να έλθουν στην πατρίδα των να δούν τα σπητικά των.

Καιρούς γαλήνια αρμένιζαν ήσαν δε λυπημένοι
διότ’ οι περισσότεροι δεν ήσαν δουλεμένοι.

Πολλοί δε ήσαν άρρωστοι και κάμποσοι σπασμένοι
και δύο τρείς από αυτούς ήσαν ποφασισμένοι.

Τραγούδια δεν ηκούοντο τσαμπούναις δεν επαίζαν
λίραις λαγούττα και χοροί οπόταν αρμενίζαν.

Έκαμαν μέραις κάμποσαις να φθάσουν εις την Σύμη
χωρίς να δούν στο πέλαγος καμμίαν κακοσύνην.

Την ώραν δε που έφθασε στην Σύμην το καράβι
όλον το πλήθος έτρεξεν παρηγοριάν να λάβη.

Άνδρες γυναίκες και παιδιά είχον μεγάλην λαύραν
να δούν τους συγγενείς αυτών πούλθον απ’την Ζουάραν.

Κατέβησαν εις τον Γιαλόν πριν από το καράβι
καθ’ ένας για τον συγγενή παρηγοριάν να λάβη.

Και όταν ανταμώθησαν ήρχισαν να δοξάζουν
τον Παντοδύναμον Θεόν και να τον εορτάζουν.

Όπου τους κατ’ ευώδωσεν από τους τόσους κόπους
κ’ από τα τόσα βάσανα πού’χον σ’ αυτούς τους τόπους.

Κανείς που δεν επίστευεν ν’ αλθή στην Σύμην πάλιν
να έλθη στην πατρίδα του να φύγη απ’ την ζάλην.

Πολύ μακράν υπήγαμεν ακροαταί μ’ εφέτος
ολίγον τι ηθέλαμεν να φθάσωμεν στο στρέττος.

«Ζάπα Ζωή» εφώναζαν φέρτε κρασί να πιούμεν
κ’ από τα τόσα βάσανα ίσως ξεκουρασθούμεν.

«Ζάπα Ζωή φέρτε κρασί φέρτε κουμανταρία
διότι εκρυόσαμεν πολύ στην Μπαρμπαρίαν».

Ετούτα υποφέραμεν φίλοι μου στην Ζουάρα
και άλλα περισσότερα που είνε μια τρομάρα.

Που για να γράφω τακτικά όλα τα βάσανά μας
σαράντα χρόνους δεν φθάνω μόνον για τα δικά μας.

Και ποίον στόμα ημπορεί να πη τας τυρρανίας,
τα κρύα τους αέριδες κ’ όλας τας αγρυπνίας;

Τί χέρα είνε που μπορεί να γράψη με την τάξιν
όσα μας ηκολούθησαν ώστε να μη τρομάξη;

Τί νούς είνε που θα βρεθή όλα να τα χωρέση
τα όσα υποφέραμεν να σας τα φανερώση;

Κανένας άνθρωπος θνητός δεν ημπορεί να γράψη
τα περιστατικά ημών και πάθη να μη κλάψη.

Ταύτα δε μόνον και εγώ σας έγραψα παιδιά μου
διότι έως σήμερον «ττακ» κάμνει η καρδιά μου.

Και όταν θα ενθυμιθώ τ’ άτιμα κείνα μέρη
νομίζω ότι την ψυχήν ο άγγελος μου παίρει.

Είνε τα πλέον άτιμα μέρη της οικουμένης
κ’ ο μέγιστος αφανισμός Σύμης της καϋμένης.

Αχ! Σύμη μου που έχερες σαν ήκουες Ζουάρα
και τώρα εκατήντησες σ’ απίστευτον βοβάρα.

Αχ! Σύμη μου αχ! μήτερ μου, Μήτερ των βουττικτάδων
και γενική πρωτεύουσα πάντων των σφογγαράδων.
Θλίψις πολλή σε πλάκωσεν από τα ογδοήντα
και πάθος ανιάτρευτον και δεν ηξεύρεις ίντα.

Έχω ελπίδας στον Θεόν στον Ιησούν Χριστόν μας
να γείνης όπως ήσουνε εις πείσμα των εχθρών μας.

Διότι είσαι και εσύαπό τας τρείς κολώνας
Και θέλεις ζήσει ήσυχη εις πάντας τους Αιώνας.

                1886

        Παραπονετικός Αποχερετισμός
           Εν είδει διαλόγου μεταξύ
           Σύμης και  Κολυμβητών

                  Βουττικτάδες.

Ω Σύμη, Μήτερ, παλαιά μη μας παραπονείσαι
διότ’ απ’ τους κατοίκους σου πάντοτε παρατείσαι.

Σύμη συγχώρησον ημάς όπου σε παρατούμεν
κ’ εις άλλα μέρη πάγωμεν δια να κατοικούμεν.

Σύμη ηγαπημένη μου πάντα θα σ’ ενθυμούμαι
και όχι μόνον ξυπνητός αλλά κ’ όταν κοιμούμαι.

Σύμη ηγαπημένη μου δεν βγαίνεις που τον νουν μου
έως οπού να βρίσκεται στο σώμα η ψυχή μου.

Σύμη σ’ αφίννω  την υγειάν, Σύμη συγχώρησόν μου
γιατ’ ίσως να σ’ επίκρανα κάποτε στην ζωήν μου.

Σύμη σου δίδω την ευχήν και πάλιν να πλουτίσης
να έλθης εις τα πρώτα σου και λίραις να γεμίσης.

Σύμη δεν σ’ εβαρέθηκα για να σε παρατήσω
μα δεν μπορώ με άτιμους πλέον να κατικίσω.

Δύο χιλιάδες φεύγωμεν Μήτερ ηγαπημένη
και την ευχήν σου δώσε μας να’ χωμεν οι καϋμένοι.


Αχ! Μήτερ! Τι να γείνωσιν τα ορφανά σου τέκνα
που χάννουν την πατρίδα των εσένα την αντίκα.

                        «Σύμη»

Τί βλέπουσι τα μάτια μου τ’ ακούουσι τ’ αυτιά μου
γιατί να φεύγουν από με τα φίλτατα παιδιά μου;

Τί βλέπουσι τα μάτια μου Θεέ μ’ αυτά τα χρόνια,
και κάθε ώραν μού κτυπούν εις την καρδιάν κανόνια;

Θεέ μου τι εγίνησαν τα τόσα παλικάρια,
όπου τα εκαμάρωνα ωσάν τα Λεοντάρια;

Γιατί να με αφίσωσιν έρημην τα παιδιά μου,
εκείνα που ετράφησαν μέσα στην αγκαλιάν μου;

Θεέ μου, τι σου έπταισα εγώ η κακομοίρα,
και φεύγουσι τα τέκνα μου κ’ έμεινα ώσπερ χήρα;

Γιατί να μείνω έρημη χήρα και τεθλιμμένη,
χωρίς να πταίσω τίποτε εγώ η καϋμένη;

Τάχα τί να εγείνησαν τί πάθαν τα παιδιά μου,
και μ’ αφισαν και έφυγαν από την αγκαλιάν μου;

                        «Ποιητής»

Τί έπαθαν και έφυγαν συ λέγεις τα παιδιά σου,
και ρήμωσες κ’ εχάθηκες  κ’ εχάθην η αξά σου;

Τάχα δεν το εγνώρισες ή θέλεις να στο πούσι,
και από στόμα αλλονών θέλεις να το ακούσης.

Τί κέρδον έχουν από σε δια να κατοικώσιν,
επάνω σου Κυρία μου δεν ημπορούν να ζώσιν.

Συ δεν τους εσκέπτουσουν διόλου ως παιδιά σου
διότι πάντοτ’ έμποροι ήσαν στην συντροφιάν σου.

Μόνον σ’ αυτούς εχάρησες όσα κι αν είχες πλούτη
και τα παιδιά σου έκαμαν αιχμάλωτους ετούτοι.


Όλους τους εκατάφαγαν κ’ όλα τα χρήματά των
κ’ ακόμα δοκιμάζωσι και για τα δέρματά των.

Ως ζώα να τους γδάρωσι το δέρμα των ν’ αρπάσουν
κ’ έτσι να ευχαριστηθούν και να καλοχορτάσουν.

                    «Σύμη»

Αχ! ποιητά μου τί μου λές, αιτία οι εμπόροι
είνε που αφανίσθηκα κ’ έλαβα τόσον ζόρι;

Τι πλούτη των εχάρησα, εγώ η καϋμένη;
Θεέ μου να’ νεν άτιμοι κ’ όλοι αφορισμένοι!

Ωχ! Τι ακούω σήμερον, Θεέ μου χάλασέ με,
κ’ από τον κόσμον πάρε με και εξωλόθρευσέ με!

Διότι με αφίνουσιν τα φίλτατα παιδιά μου
οπού εγώ ενόμιζα να βρώ στα γερατιά μου!

Αχ τέκνα μου παμπόθητα τέκνα μ’ ηγαπημένα
εις πάθη και εις βάσανα αφίννετε κ’ εμένα.

Γνωρίζω την αιτίαν σας, αλλά, τί να σας κάμω,
δεν ημπορώ η δυστηχής εγώ να σας συνδράμω!

Αχ τέκνα μου παμφίλτατα Συμαίοι λεοντάρια
πόσα καλά μου κάμετε αιτία τα σφογγάρια!

Αχ τέκνα μου Γλυκήτατα Συμαίοι παινεμένοι
χρόνους πολλούς σας έθρεψα με πόθον η καϋμένη.

Αχ! ύψιστε, βοήθησον, κάμε δικαιοσύνην,
και μη μ’ αφίσης να χαθώ Σύμην την ξακουσμένην.

Αχ άτιμοι, αχάριστοι, εμπόροι γαϊδάροι,
οπού την Σύμην κάμνετε άνεσιν να μη πάρη.

Εμπόρ’ αχαριστότατοι ποίοι σας εδανίσαν,
πιοί σας εδώσαν χρήματα και πιοί σας επλουτίσαν;

Μήπως τα εκερδίσητε από την προκοπήν σας,
ή από το εμπόριον με δύναμιν δικήν σας;

Απ’ τα παιδιά μου άτιμοι ελάβετε τα πλούτη
και όσα σας ευρίσκονται σας τά δωσαν ετούτοι.

Πόσα βρε σας εχάρισαν αχάριστοι ανθρώποι
κ’ εκάμνετε εμπόριον μέσα εις την Ευρώπη;

Πόσον σας εβοήθησαν πρίν από πέντε έτη
όπου παράν δεν είχετε στην εδικήν σας ζέπη;

Βρε ποίος λέγω από σας δεν έφαγεν ανθρώπου
τουλάχιστον μεζήτια χίλια και  τούτο άνευ κόπου;

Τίς από σας δεν έλαβεν από τους Βουττικτάδες
χωρίς να δουν ομόλογον σαράντα χιλιάδες;

Χωρίς να των πληρώνητε έναν παράν για τόκον
δεν επλουτήσετε μ’ αυτά και με αυτόν τον τρόπον;

Με Βουττικτάδων χρήματα γοράζητε σφογγάρια
χωρίς εσείς να έχητε ένα παράν στα χέρια.

Και διορίαις εκάμνετε εξήντα μια κ’ ατόκως
και άλλοι ενενηνταμιά γι’ αυτό εχάθ’ ο τόπος.

Διότ’ επαραμάθετε αυτό το μαλακτάρι
και εμαλακταρήσετε όσους παν στο σφογγάρι.

Έως οπού εκάμητε όλα μου τα παιδία
και έγειναν αιχμάλωτοι και εις τα καβενεία.

Εσείς δε τώρα δίδετε χρήματα στους ανθρώπους
και αφανίζετε αυτούς με διαφόρους τρόπους.

Μάλιστα τωρ’ εμάθητε και τόκον επί τόκου
τρόπον τον ατιμότατον κ’ αφανισμόν του τόπου.

Κ’ εκάμετε αιχμάλωτους τα φίλτατά μου τέκνα
εκείνους που καμάρωνα ακόμα κ’ εις την γέννα.

Κύριοι να γνωρίζητε ότι απ’ τα παιδιά μου
ελάβετε τα πλούτη σας κ’ από την αφεντιά μου.

Και τώρα εγενήκετε με τόσην περιφάνιαν
εσείς οπού ετρώγετε χορτάρια και βαλάνια.

Αυτή η περιφάνια σας σας κάμνει να μιμείσθε
τον Σατανάν πατέρα σας γιατί παιδιά του είσθε.

Αύριον θα ψοφίσητε στ’ ανάθθεμα να πάτε
χωρίς κανείς να λυπηθή ούτε να σας θθυμάται.

Με χώμα θα σας χώσωσιν και όχι με μεζήτια
σε λάκκον έως μιαν οργιάν κ’ όχι μέσα στα σπήτια.

Οι Σκόλικες θα τρώγωσι τα άτιμα κορμιά σας
όπως κ’ εσείς ετρώγετε με την κατεργαριάν σας.

Οι κληρονόμοι σας ευθύς θε να σας βλασφημούνε
ακόμη κ’ εις την κόλασιν θε να σας τυρρανούνε.

Στην κόλασιν θα φθάσητε μαζί με τους διαβόλους
να κάμητε πανύγηριν μ’ όλους τους Εοσφόρους.

Ενθυμηθήτε την ώραν σας το βλέμμα του αγγέλου
σταις λίραις να μην έχητε ελπίδαις πλιό διόλου.

Αύριον θα ποθάνητε χωρίς αμφιβολίαν
χωρίς με ένα άνθρωπον να έχητε φιλίαν.

Όλοι σας περιπαίζουσι κ’ όλοι σας κοϊνέρουν
γιατί την περιφάνια σας πλέον δεν υποφέρουν.

Αχ βουττικτάδες τέκνα μου παιδιά μ’ ηγαπημένα
αμάχην να μη έχητε ουτ’ έχθριτα μ’ εμένα.

Παιδιά μου δεν σας έπταισεν η δυστηχής σας μήτηρ
και μη μ’ αφίνετ’ έρημην θα σκάσω απ’την λύπην.

Παιδιά μου ανδρειότατα και καλομαθημένα
δόσετε μιαν παρηγοριάν τουλάχιστον σ’ εμένα.

Στην παλαιάν μητέρα σας την παντ’ ηγαπημένην
την τόσον περιπόθητον Σύμην την καϋμένην.

Παιδιά μου λυπηθήτε με και συγχωρήσατέ μου
χωρίς εσάς δεν θα χαρώ έως να ζώ ποτέ μου.

Παιδιά μου κατεόδιον σας και ο θεός μαζί σας
η Παναγιά κ’ οι Άγιοι να ήνε βοηθοί σας.

Εύχομαι να πλουτίσητε με χρήματα και φήμην
κ’ υπέρπλουτοι να φθάσητε στην μάναν σας την Σύμην.

Θεέ μου σκέπε φύλαττε τα ορφανά παιδιά μου
οπ’ οι εμπόροι έριψαν από την αγκαλιάν μου.

Θεέ μου φύλαττε αυτούς εκεί στους ξένους τόπους
και πλιόν μην υποφέρωσι βάσανα μήτε κόπους.

Αχ τέκνα μου παμφίλτατα της γης μου λεοντάρια
που κολυμβάτε άφοβα στην θάλασσαν σαν ψάρια.

Και επλουτίσητε πολλούς με τον δικόν σας κόπον.
και τώρα οι αχάριστοι σας διόχνουν απ’ τον τόπον.

Παριγοριάν Ζητώ από σας τέκνα μου και ζωή μου
πριν να χαθή ολόκληρος και η αναπνοή μου.

                    «..Βουττικτάδες..»

Αχ μήτερ Μήτερ των νησσών πατρίς των Βουττικτάδων
που τώρα μέλλεις να γενής φωλιά των Κουκκουβάδων.

Τί να παρηγορήσωμεν εσέ την πικραμμένην
και από όλα τα νησσά την πλιό δυστυχισμένην;

Εσέ οπού εστόλιζες όλην την Μικρασίαν
την νήσσον την ατίμητον και πλέον θαυμασίαν;

Συγχώρισέ μας Μητρικώς Σύμη ηγαπημένη
και την ευχήν σου δώσε μας νά ’χωμεν οι καϋμένοι.

Και σου αφίνωμεν υγιάν ω Μήτερ γλυκητάτη
και να ’νθυμήσαι και ημάς ως το δεξί σου μάτι.

Και όταν θα ευρίσκεσε κάποτε σ’ ευθυμίαν
ενθύμου και τα τέκνα σου πούνε στην ξενιτείαν.

Οπού για να πλουτίσωμεν εσένα την μητέρα
βλέπε πως καταντήσαμεν αυγερινέ αστέρα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου