Σάββατο 4 Σεπτεμβρίου 2010

Μερος 4. Μπαρκάρισμα του Καραβιού


           Μβαρκάρισμα του Καραβιού
      και αναχώρησις των βουττικτάδων.

Ήλθεν η ώρα κ’ ο καιρός που πρέπει να μπαρκάρουν
και όλα των τα έπιπλα και τας τροφάς να πάρουν.

Μα το καράβιν έλιπεν στην Αλεξάνδραν κάτω
και όλοι εβιάζοντο μ’ όλα τα δυνατά των.


Μίαν ημέραν είδασιν κ’ ήρχετο το καράβι
κάποιοι περδικάριδες που πήγασιν για άβι.

Κ’ ήλθον στην πόλιν παρευθύς και το κοινοποιήσαν
πως το καράβιν έρχετε και όλοι εμεθύσαν.

Και τέλος πάντων έφθασε κ’ άραξεν εις τον Κάμπον
για να μπαρκάρωσιν ευθύς να πάγουν εις το Πάγκον.

Και πρώτος που εμπάρκαρεν εις το καράβι μέσα
ειν’ ο Νικήτας ο Καψής, και κάτω τον εθέσα.

Ύστερα εμπαρκαίρασι πεντέξη την ημέραν
κ’ έβλεπες μέγαν σαματτάν οπόταν εμβαρκαίραν.

Τρεις εβδομάδαις έκαμαν έως να τελιώσουν
από τα μβαρκαρίσματα και  να τα στερεώσουν.

Να φέρουν ταις κουμπάνιες των να κάμουν τα νερά των
να φέρωσι τα ξύλα των κ’ όλα τα έπιπλά των.

Αι Σκάφαι δε προτήτερα ούσαι ετοιμασμέναι
ήρχισαν για να φεύγωσι πολύ καμαρωμέναι.

Η πρώτη Σκάφη πού καμεν αρχήν για την Ζουάρα
ήτανε πάλ’ η Τηλιακιά μια παλαιά σκαφάρα.

Αφ’ ού εφύγαν πέντ’ εξη να κ’ ήλθε κ’ η Μασούρα(α)
και δύο ντόνους έδεσεν πάνω στην Σημαδούρα.

Κ’ έδεσεν όλο τον Γιαλόν και όλον τον λιμένα
πλοίον για να εξέλθη δε, δεν άφηνε κανένα.

Και βάρκαν που δεν άφινεν έξω δια να εύγη
κανένας δε, δεν ήξευρεν τί διάβολον γυρεύγει.

Ύστερα εφανέρωσεν πως ήλθεν με φερμάνια
στερ- ιστεμές να πάρωσιν μαζί των και κοτσάνια.

Οι άνθρωποι δε βλέποντες τον Τύρρανον ετούτον
έλαβον τα κοτσάνια των να έχωσι μαζύ των.

Όλαις αι σκάφαις έφυγαν με δόξαν και καμάρι
κ’ όλος ο κόσμος ηύχετο καλός καιρός να πάρη.

Μον’ η καράβα κάθετον ακόμα εις την Σύμην
και καθ’ ημέραν ύψωνεν σημαίες εις την πρήμνην.

 Μίαν ημέραν έστειλαν Ντελάλην να φωνάξη
να μαζευθούν να φύγωσι γιατ’ ο καιρός τους βιάζει.

Άλλοι μεν εμαζεύοντο άλλοι δε εμεθούσαν
και με αυτήν την μέθοδον ποτέ δεν ξεκινούσαν.

Τότε ο Καπετάνιος των τών είπεν να σαλπάρουν
στην Σημαδούραν γρίγωρα επάνω να το πάρουν.

Ντελάλιδες να στείλωσι πάλιν για να φωνάζουν
πως το καράβι σήμερον φεύγει και να ’ναγκάζουν.

Και τας πρημνάτσας έλυσαν και ήρχισαν το βίνζι
και το καράβι ώρμησε και πήγε με το χίνζι.

Και από τρίχαν έλειψε να λιόση την Μασούρα
να γείνη μέσα στον Γιαλόν και άλλη Σημαδούρα.

Όλη η Σύμη ήτανε κάτω κατεβασμένη
άνδρες γυναίκες και παιδιά και όλοι μεθυσμένοι.

Διότι είχον βέβαια, άλλος τον αδελφόν του
άλλος είχεν τα τέκνα του και άλλος τον Γαμβρόν του.

Δεν είχεν σπήτι φίλοι μου επάνω εις την Σύμη
να μην εχ’ ένα συγγενή στου καραβιού την πρύμνη.

Συμαίας δε εγέμισαν όλα τα άλμπουρά του
και όλα του τα άρμενα καθώς και τα πηνά του.

Κ’ εφαίνετο παρόδοξον μέσα εις το λιμάνι
προπάντων δε στην Τρίπολιν όταν επροτοφάνη.

Αφ’ ού το ελεβάρασιν πάνω στην Σημαδούρα
κ’ εζήραρεν κ’ ετράκκαρεν και πάνω στην Μασούρα,
εφύσηξεν καιρός νοτιά να φύγουν δεν ημπόρουν
αι δε γυναίκες έξωθεν εκάθοντο και θώρουν.

Εκεί ήτον και ο Πασάς της Ρόδου με παπόρι
και τον επερικάλεσαν όλοι μας οι εμπόροι.

Να δέσουν το καράβιον να το ξεπουαζάρουν
και δέκα λίραις πληρωμήν διά αυτό να λάβουν.

Αλλά αυτός δεν ήθελε κ’ έμεινεν το καράβι
ακόμη κείνην την νυκτιάν του Γιανναρά η Ναύη.

Ο Πλοίαρχος του καραβιού είπεν εις τους ανθρώπους
να μη μετασκορπίσωσιν σε διαφόρους τόπους.

Διοτ’ εκείνην την νυκτιάν θα φύγουν δίχως άλλο
και όσοι έξω μείνωσι θα παίξωσι τον μπάλλον.

Κανείς εκείνην την νυκτιάν έξω που δεν ευγήκε
διότ’ ο καπετάνιος των έτσι τους παραφήκε.

Η Κυριακή ξημέρωσεν καιρόν νοτιά ακόμη
η πόστα η Ελληνικιά έφθασεν εις την Σύμην.

Ήτον αυγή σαν έφθασεν προτήτερ’ απ’ τας έξη
πάνω που η ανατολή έκαμνεν για να φέξη.

Και πάλιν εμετάστειλαν ντελάλην να φονάζη
και τα παννιά του καραβιού ο πλοίαρχος ’τοιμάζει.

Τον πλοίαρχον του παποριού υπάγει κ’ ανταμώνει
και του πασά το φέρσιμον ευθύς του φανερώνει.

Πως δεν εκαταδέχθηκεν να τους ξεπουαζάρη
αν κ’ έμελλεν για πληρωμήν 10 λίρας να πάρη.

Ο Πλοιάρχος του παποριού της πόστας ταύτ’ ακούων
αμέσως ηγανάκτησεν τας δύο χείρας κρούων.

Ας μη σε μέλλει τίποτε εις πείσμα του πασά σας
να σας ξεπουαζάρω γω τοίμασε τα πανιά σας.

Έως να ξεμπαρκάρω γω το πράγμα που μου  θέσαν
συμμάζευσε τ’ ασκέρι σου εις το καράβι μέσα.

Και να γενήτε έτοιμοι έως να τελιώσω
και όταν φεύγω και εγώ προθύμως να σας δέσω.

Και  να γενήτε έτοιμοι έως να τελιώσω
και όταν φεύγω και εγώ προθύμως να σας δέσω.

Η είδησις ηκούσθηκεν ευθύς στα μέρη όλα
κ’ αμέσως εμαζεύθησαν γιατί ελίπαν κι όλα.

Άνδρες, γυναίκες, και παιδιά, γέροντες, και κορίτσα,
παπάδες, διάκοι, και λοιποί, όλοι των εμεθύσαν.

Όλη η Σύμη γενικώς κατέβη στο λιμάνι
και τέτιον πράγμα άλλοτε στον κόσμον δεν εφάνη.

Πλήθος ανθρώπους έβλεπες εις το λιμάνι γύρω
και αι Ταβέρναι έκαμαν ετότε μέγαν ζήρο.

Σαρανταπέντε ιερείς στου καραβιού την πρήμνη
εδέοντο εις τον Θεόν να κάμη καλοσύνη.

Όλον το περιγιάλιον εγέμησεν ανθρώπους
καθώς και εις τα δώματα και εις τους πέριξ τόπους.

Ήλθεν η ώρα κ’ ο καιρός που πρέπει να μισέψουν
τους φίλους και τους Συγγενείς όλοι των να γυρεύσουν.

Έβλεπες τότε δάκρυα ως ποταμόν να χύνουν
και  μαύρους αναστεναγμούς όλοι να καταπίνουν.

Οπόταν ετοκκαίρασι και απεχαιρετώντο
όταν με πόνους οι Γονείς τα τέκνα επευχώντο.

Τα τέκνα πάλιν κλαίοντα εζήτουν την ευχήν των
ως άρμα να την έχωσι στο πέλαγος μαζύ των.

Και οι Γονείς αφίνοντες τα τέκνα των στην Σύμην
κλαίοντες τ’ αποχαιρετούν στου καραβιού την πρήμνην.

Οι άνδρες τας γυναίκας των με πόνον τας αφίνουν
πύρινα μαύρα δάκρυα αυτήν την ώραν χύνουν.


Ο φίλος αποχερετών τον φίλον του με πόνον
είχον ελπίδα στου Θεού την προστασίαν μόνον.

Όλος ο κόσμος γενικώς κλαίει αυτήν την ώραν
οπόταν είδον κ’ έδωσαν τον κάβον στην παπόραν.

Άνδρες γυναίκες και παιδιά εκεί στο περιγιάλι
κλαίουν απαρηγόρητα με αθυμιάν μεγάλην.

Διότι να ηξεύρητε ο πληθυσμός της Σύμης
μέσα εκεί ευρίσκετο, κ’ αυτής της επιστήμης.

Και κλαίοντες επεύχοντο όλοι εις το καράβι
ποτέ μη δοκιμάσωσι ζημίαν είτε βλάβη.

Με το να ήνε ο Ανθός της Σύμης όλος μέσα
όλα τα τριαντάφυλλα με σκούφους ή με φέσα.

Αφ’ απεχερετίσθησαν κ’ εμβήκαν στο καράβι
και η καρδιά του καθενός σαν το καμίν’ ανάβει,

και το παπόριν έτοιμον κ’ ο ντόνος δεδεμένος
κ’ ο κόσμος όλα γενικώς ως ενθουσιασμένος,

«Ζήτω Ελλάς! εφώναξαν Ζήτω ο Κωνσταντίνος!
Ζήτω κ’ η Σύμη η Πατρίς! κ’ ο πλοίαρχος εκείνος!»

Ακούων ταύτα ο πασάς ήναψε σαν καμίνι
και σαν τρελλός εγίνηκεν στου παποριού την πρύμνη.

Έδωκαν δρόμον παρευθύς καράβι και παπόρι
διόλου δεν εδάκρυσαν φίλοι μου οι εμπόροι.

Ως απαθείς δε θεαταί ήλθον να σεριανίσουν
να κάμωσι περίπατον για να καλοκαρδίσουν.

Όταν δε εξεκίνησεν φίλοι μου  η καμβάρα
ολ’αι γυναίκες φώναξαν, Ζήτω και η Ζουάρα!

Κ’ ευθύς συνεκινήθησαν και έκλαυσαν με πόνον
έχουσαι τας ελπίδας των στην Παναγίαν μόνον.

Και με τον νούν των ηύχοντο όλαι προς Παναγίαν
να δείξη στας ημέρας των καμιάν θαυματουργίαν.

Για να καλοκαρδίσωσι και κατευοδωθώσιν
όλοι οι συγγενείς αυτών και να μη λυπηθώσιν.

Με δάκρυα στους οφθαλμούς ηύχοντο εις το πλοίον
έως οπού επέρασε πίσω από το Ξύλον.

Αφ’ ού δε εκαβάζαρεν έφυγεν και το πλήθος
με δάκρυα στους οφθαλμούς και λυπημένον ύφος.

Όλοι δε κατηχούμενοι και όλοι λυπημένοι
ήσανε λέγω πάντοτε ώσπερ συλλογισμένοι.

Πάντοτ’ εσυλλογίζοντο τα μέρη που υπάγουν
κι’ από την λύπην την πολλήν δεν ημπορούν να φάγουν.

Τα μέρη που πηγαίνασιν δεν ήτον γνωρισμένα
από κανένα εξ’ αυτών αλλ’ούτε ακουσμένα.

Τούτο δε μόνον ήξευρον πως ειν’ μακράν περίσσα
το πέλαγος πολύ κακόν έτσι που εγροικήσαν.

Και πάντοτε εστέκοντο με φόβον εις την Σύμην
έως οπού να μάθωσι το πράγμα πως εγίνη.

Ας φίσω δε τώρα αυτούς στην Σύμην να φοβούνται
κι’ ας έλθω στο καράβι μας να δω πως κυβερνιούνται.

Που πήρεν μια Νοτιά καλή κ’ αρμένιζ’ όλο πρίμνα
κ’ ελεύθερα εδύνετο πάνω εις τα κοντρίνια.

Και ήλθον και αράξασι πάνω στην Σαντορίνην
και με τους ντόνους τό βαλαν μέσα σε μίαν λίμνην.

Δια να φύγη ο λαππάς που είχεν από κάτω
και κάτι μίδια και κλαδιά παρόμοια σαν βάτο.

Κ’ έκαμεν κοσιτέσσαρας ώρας μέσα στην λίμνην
χωρίς καμμία διαφορά παραμικρά να γείνη.

Από εκεί δε έφυγεν ίσα για την Ζουάρα
τούτ’ η αξιοθαύμαστη και παρδαλή καμπάρα.

Εις όλον δε το πέλαγος οπόταν αρμενίζαν
λίραις τσαμπούνες και χοροί ποτέ δεν λεβαρίζαν.

Παρίαις εγενίκασιν έως εικοσιέξη
και κάθε μια και λιριστήν δικόν της για να παίξη.

Μέραν και νύκταν έπαιζαν αι λίραις κ’ αι Τσαμπούνες
χαραίς και αγαλίασες σαν νάχαν μαϊμούνες.

Επέρασαν ζωήν καλήν πάντοτε τραγοδούντες
κάθε ημέραν τακτικά, και πάντοντε μεθούντες.

Έως οπού εγνώρισαν της Τρίπολης την χώρα
και παύσαν όλοι οι χοροί και τα τραγούδια τώρα.

Δεν ήμουν δε κ’ εγώ μ’ αυτούς για να τα ξεύρω όλα
και να γράψω τακτικά μέσα σ’ αυτήν της κόλλα.

Έπειτα δε τα έγραψε και άλλος όλα ταύτα
του Καραβιού ο γραμματεύς σε μίαν άλλην χάρτα.

Γι’ αυτό εγώ τα παρατώ τα όσα επεράσα
εκείνοι που ευρίσκοντο εις το καράβι μέσα.

Σας έγραψα δε μερικά δια να μην αφίσω
του λόγου την συνέχεια και να μη σας λυπήσω.

      
      Σάρδισμα των Σκαφών. Φθάσιμον εις
    Μισιρέτταν, εις Τρίπολιν, και τελευταίον
                         εις Πάγκον.

Αφού αι Σκάφαι έφυγον πάλιν από την Σύμην
κ’ επήγαινον στου σφογγαριού πάλιν την επιστήμην,

και ο σκοπός των ήτανε όλων για την Ζουάρα
και ήμουν σύντροφος κ’ εγώ με μιαν παλιοσκαφάραν,

υπήγαμεν κ’ αράξαμεν κάμποσαι στην Γραμβούσαν
διότι να σαρδίσωμεν καλοί καιροί δεν ήσαν.

Γιατ’ ήρχισαν καιροί νοτιαίς και κει μας εποκλίσαν
και επεράσαμεν ζωήν καλήν, εκεί περίσσα.

Γιατί δεν είχαμεν δουλιάν μόνον φαΐ και γλέντι
πολλάκις δ’ εμεθύσαμεν του Κάστρου τον αφέντην.

Ήλθαν και τα Καλύμνικα πλοία εις την Γραρβούσαν
και ένα δυο Χαλκήτικα και κει μας ανταμώσαν.

Και όλα εμαζεύθημεν ως εκατόν Σαράντα. 
ως στόλος δυνατώτατος για μέσα την Ολλάντα.

Και δέκα μέραις ραξιμνιοί όλο νοτιά εφύσα
καράβολαν δε στο νησσί ένα που δεν αφίσα.

Μίαν ημέραν το κεντί ψίλωσεν Δραμουντάνα
και πρωτ’ ημείς σηκώθημεν μέσα από την ντάνα.

Εβγάλαμεν την άγκυραν κάμνωμεν τα παννιά μας
ο δε καιρός πολύ καλός ήφρανε την καρδιάν μας.

Αμέσως εσηκώθησαν κ’ όλαι αι άλλαι σκάφαι
και μας εκαταπλάκωναν ώσαν αγριολάφαι.

Και όλαι μας επέρασαν στον δρόμον εις τα πρίμα
όλοι δε μας εφώναζαν στην Παρουγκέττα κρίμα.

(Διότι να ηξεύρητε, είχαμεν παρουγκέττα
και την εκαλουμέραμεν δια να πάμεν Ντρέττα).

Ας ήναι κι’ ας κουρεύεται δια τριά κομάτια,
είδος ξηράς εφάνηκεν στου  πλοίαρχου τα μάτια.

Κ’ ευθύς ξεκαθαρίσαμεν κ’ είδαμεν την Βεγγάζαν
τόσον πολύ τα πλοία μας στα πρίμα εναγκάζαν.

Ελθόντες δε εράξαμεν μέσα εις το λιμάνι
και τόσον πλήθος καϊκιών άλλοτε δεν εφάνη.

Διότι εμαζεύθημεν έως τα εξακόσα
και όλα σφογγαράδικα εις την Βεγγάζαν μέσα.

Έτυχεν δε να μαζευθούν Μπαϊραμιού ημέραις
κ’ όλα τα πλοία ήναψαν την νύκτα φαναριέραις.

Πομπόδη φέσταν έκαμαν τιμήν εις τον Σουλτάνον
ως βασιλέα τον τιμούν όλων των Μουσουλμάνων.

Αφ’ού η φέστα πέρασεν τα πλοία τοιμασθήκαν
και όλα τα πηδάλια στας θέσεις των εθήκαν.
Όμως κανείς δεν ήξευρε πού κάμνει η Ζουάρα
και πού κάμνει η Τρίπολις που έχουν τα σφογγάρια.

Κανένας δεν εγνώριζεν τι δρόμον θε να πιάσουν
και τι σημάδι έμελλε στον Πούσουλαν να θέσουν.

Γι’αυτό εσυμφωνήσασι πιλότους να πληρώσουν
έως οπού να μάθωσι τα μέρη που θα σώσουν.

Και έτσι εσυμφώνησαν κ’ έγειναν Ετερίαις
έως που να περάσωσι σταις άντυκρυ στερίαις.

Όμως τα περισσότερα πλοία δεν ηθελήσαν
και μόνα των εσάρδισαν στην Μισιρέτταν ίσα.

Ούτε ημείς επήραμεν τέτιον πιλότον πλάνον
με το να είχα θαυμαστόν μαζί μου Πορτολάνον.

Ο πλοίαρχος  μας ήξευρεν κουμπάσο και την χάρτα
μ’ ήτον κομμάτι παλαιά απ’ τον καιρόν της Μάλτας.

Ας ήνε κι’ας κουρεύομαι εγώ κ’ ο Πορτολάνος
που πριν Θεού τον τύποσεν ένας Βενετσιάνος.

Για τρεις ημέρας φθάσαμεν στην άγγυραν απ’ έξω
κ’ απ’ την χαράν μου την πολλήν κόντεψα να πετάξω.

Ήτον και νύκτα ο καιρός και είδαμεν φανάρια
και ο κουπάς μας έψηνεν κάμποσα καλαμάρια.

Χαράν πολλήν ελάβαμεν που ήλθαμεν στο μέρος
που αύριον θ’ αρχίσωμεν των σφογγαριών το θέρος.

Την άγκυραν ερίψαμεν έως να ξημερώση
έως να δουν τα μάτια μας κ’ ο νους μας να μερώση.

Κανείς δεν εκοιμήθηκεν ή να καμμύση μμάτι
να ξεκουράση το κορμί στην αγρυπνιάν κομάτι.

Μα όλοι ήσαν ξυπνητοί βλέποντες τα φανάρια
και  μάλιστα  απ’ την χαράν που ήλθαν στα σφογγάρια.

Όταν δε εξημέρωσεν είδαμεν Τριχαντίρες
Γουλλέττες και Καράβια, και βάρκες σαν ταις ψείρες.

Πλήθος δε μικροκάϊκα και πλήθος καμακάδες
και είχον μεσ’ αράπηδες μαύρους για βουττικτάδες.

Εγέμισεν η θάλασσα το πέλαγος καΐκια
και είχον κόκκινα πανιά κ’ ήσαν σαν τεφαρίκια.

Εδιορθώθημεν κ’ ημείς κάμνωμεν τα παννιά μας
να δούμεν και τον Πάγκ’ αυτόν και κτύπαν η καρδιά μας.

Είκοσ’ οργιαίς φουντάραμεν σεφτέν εγώ τον κάμνω
πρώτος εγώ εβούττησα στον πρώτον πάγκον πάνω.

Τίποτε δεν επέτυχα ούτε ένα σφογγάρι
(δεν ήμαι όμως φίλτατοι και πρώτον παλλικάρι).

Ύστερα εσαλπάραμεν και πάμεν παρά κάτω
βουττά και άλλος τίποτε που δεν ηύρεν στον πάτο.

Κανένα πλοίον Συμιακόν που δεν ηύρεν σφογγάρια
σ’ αυτό το μέρος πουθενά π’ ήσαν και παλλικάρια.

Κ’ ευθύς εκάμασιν παννιά και ετραβούσαν κάτω
να πάγουν εις την Τρίπολιν να δούσιν και τον Πάγκον.

Μαζί μ’ αυτούς εφύγαμεν κ’ ημείς με την σκαφάρα
να δούμεν και να μάθωμεν και δια την Ζουάρα.

Πάλιν δε αρμενίζοντες ακόμ’ ημέρας δύο
στην Τρίπολιν εφθάσαμεν μετά των άλλων πλοίων.

Εκεί ανταμωθήκαμεν και με τα πρώην πλοία
ήτον ημέρα Κυριακή, κ’ αλάργα δύο μίλια.

Ημείς λοιπόν δεν ράξαμεν μέσα εις το λιμάνι
διότι σαν παράξενον το πράγμα μας εφάνη.

Γιατ’ άσπρισεν η θάλασσα όλη από καΐκια
σκάφαις, λατίνια, και λοιπά κ’ ήσαν σαν τεφαρίκια.

Δια τον Φόρον πήγεναν που ήσαν τα σφογγάρια
σαν άμμος  δετης θάλασσας ήσαν τα καλαμάρια.


Δίδωμεν δρόμον και ημείς δια το μέρος τούτο
κανένας δε δεν ήξευρεν εις ποίον μέρος ήτο.

Δυο μέραις αρμενίσαμεν και ύστερα φουντάραν
διότι και αι χάρταις των έως εδώ παζάραν.

Ηρώτουν τον πιλότον των που κάμν’ αυτός ο πάγκος,
κ’ εκείνος απεκρίνετο παρόμοιος ματσάνκος.

«Εδώ κοντά ευρίσκεται μα δεν γνωρίζω πού’νε»
και έτσι ροθυμήσανε κ’ ήρχισαν να βουττούνε.

Δέκα οργιαίς και δώδεκα ήρχισαν κ’ εφουντέραν
και όπια σκάφη τό κοβεν ύψωνεν και Παντιέραν.

Πολύ ολίγοι τό κοψαν φίλοι μου το σφογγάρι
και ο καθείς δεν ήξευρε τί δρόμον πλιόν να πάρη.

Μάλιστα δε ο Μπαριανός έλεγεν στους ανθρώπους
οπίσω να γυρίσουνε στου Σαλουμιού τους τόπους.

Όλοι απελπισθήκασι κ’ όλοι αδημονούσαν
τον Πέτρον δε του Μαγκαφά όλ’ αναθθεματούσαν.

Γιατί τους εκατάφερεν ωσάν τους μασκαράδες
κ’ όλως διόλου ηφάνησεν όλους τους σφογγαράδες.

Και τον Σταυρόν των έκαμαν και κάμνουν τα παννιά των
τα δώκαν εις το πέλαγος και κτύπαν η καρδιά των.

Ή ταν λέγουν ή επιτάν ή θάβρωμεν τον Πάγκον
ή θα γενώμεν σύντροφοι πλέον Ουραγκοτάγκων.

Και έτσι τα εδώκασι καθείς με την μπουργάδα
άλλος γεμάτα πήγενε και άλλος Μπουρινάδα.

Άλλοι εξωρισθήκανε και πήγαν εις το Ζίρπι
και άλλοι εις την Τρίπολιν και κάμνανε κολίμπι.

Ημείς δε επηγένναμεν έχοντες μέσον όρον
της ώραν που σαλπάραμεν κοντά από τον Φόρον.

Εξ ώρας αρμενίσαμεν και είδαμεν καΐκια
σουφράνου μας στο πέλαγος σαν να’σαν τεφαρίκια.
Γουλλέταις, και Καράβια, Λατίνια και Μπρατσέρες
και Σκάφες πατριώτικαις και κάμνουν και Παντιέρες.

Ανέβημεν στο άλπουρον με χέρια τρομασμένα
κ’ εφαίνοντο στο πέλαγος όλα φουνταρισμένα.

Χαρά και αγαλίασις τότε μας κυριεύει
και κρέας τότε ο κουπάς πιάννει και μαγειρεύει.

Τρώγωμεν πίννωμεν καλά εις της υγιάν του πάγκου
και ήλθεν μου μια δύναμις σαν του Ουραγκοτάγκου.

Ύστερ’ από μισήν ώραν είδαμεν και τα κάτω
φίκια και πέτραις καθαρά εφαίνοντο στον πάτο.

Δια μικρόν διάστημα φθάνωμεν εις τα πλοία
κ’ αμέσως εφουντάραμεν φίλοι μου με αγρίαν.

«Ώραις καλαίς» φωνάζωμεν ευθύς στα παλλικάρια
«πώς πάγει τούτη η δουλιά, ευρίσκονται σφογγάρια»;

«Καλώς τους καλώς ήλθετε, σφογγάρια έχει πλήθος»
σ’ ημάς όμως εφάνησαν τα λόγια των σαν μύθος.

Κ’ ευθύς απεφασίσαμεν δια να εκδυθώμεν
να δοκιμάσωμεν κ’ ημείς να παρηγορηθώμεν.

Ήτον η ώρα σκοτινά κ’ ο ήλιος καθισμένος
όμως ο νούς μας δέν ητον ακόμη χορτασμένος.

Εκδύθημεν κ’ οι πέντε μας ωσάν τα λεοντάρια
κ’ εβγάλαμεν τρεις αρμαθιαίς αληθινά σφογγάρια.

Πέντε βουττιαίς εδώσαμεν διότι ήτον νύκτα
αμέσως δε κατόπιν μας δέκα καΐκια ήλθαν.

Μ’ οπόταν εξημέρωσεν πιάννωμεν την δουλιάν μας
κ’ από το καϊράττι μας επιάσθην η καρδιά μας.

Χίλιαις βουττιαίς εδώσαμεν εκείνην την ημέραν
αφ’ου ξεχαλαρώσαμεν και του Κουπά την Χέραν.

Εβγάλαμεν σφογγάρια κατά την δύναμίν μας
και το βραδύ εφάγαμεν μ’ όλην την όρεξίν μας.
Τρεις μέραις εδουλέψαμεν κ’ έπιασεν μια φουρτούνα
που χώχλαζεν ο κώλος μας ωσάν της Μαϊμούνας.

Λιμάνι δεν ηξεύραμεν για να λιμανευθώμεν
δια να ησυχάσωμεν και να ξεκουρασθώμεν.

Είχεν δε πάνω μηχαναίς κ’ ηξεύρασι τα μέρη
διότι εμετάκαμαν και άλλο καλοκαίρι.

Ο Πάγκος δε απ’ την ξηράν ήτο σαράντα μίλια
και να σταθώσιν δεν μπορούν μιαν ώραν τα πλοία.

Ήρχισαν να σαλπαίρωσιν να κάμνουν τα παννιά των
π’ αν δεν ήσαν αι μηχαναί κυνήγουν την κοιλιάν των.

Αι μηχαναί λοιπόν εμπρός Γουλλέτταις και Μπρατσέραις
και όλα τα Τεπόζητα εσήκωσαν Παντιέραις.

Δια να κάμουν νόημα ν’ αλθούν οι ακταρμάδες
επάνω στα τεπόζητα (τα ήχον σφογγαράδες).

Αφ’ ού τα εσυμάζευσαν έδωκαν κάβους όλων
κ’ έβαλαν ρόταν παρευθύς να πάγουν εις τον Φόρον.

Ύστερα εσηκώθησαν και τα δικά μας πλοία
κ’ έβλεπες μέγαν χαβαλέν και μίαν χαχωλία.

Διότι ήτον άνεμος φουρτούν’ απ’ταις μαγκιόραις
μόνον δε τα παννία των και άλλο δεν εθώρες.

Μαζί δε εσηκώθημεν κ’ ημείς μετά των άλλων
κ’ εχόρευεν η Σκάφη μας στα κύμματα τον Μπάλλον.

Τέσσαρας ώρας της νυκτός είδαμεν τα φανάρια
που κάμνασιν επίτηδες αφ’ όλα τα καράβια.

Α βία πάνω σταις φωτιαίς γεμάτα με την Γάμπια
είδαμεν πλήθος καϊκιών κ’ εφαίνοντο σαν Τάμπια.

Ερίψαμεν την άγκυραν κ’ έφθασεν εις τον πάτο
ο δε μαγκιόρος μας κουπάς σαν χοίρος εκοιμάτο.

Ξηράν δεν εγνωρίσαμεν αν κ’ είχε και Φεγγάρι
διότι ήτο χαμιλή πολύ σ’ αυτά τα μέρη.

Επτά ημέραις ραξιμνιοί εκάμαμεν στον Φόρον
φουρτούναις ανυπόφερταις και τρυκιμίαις όλον.

Εκεί αναπαυόμενοι έφθασεν κ’ η Καμπάρα
κ’ εφάνηκεν στην Τρίπολιν πού τον για την Ζουάρα.

Οι κάτοικοι της Τρίπολης βλέποντες τέτιο πράγμα
εφάνην των παράξενον κ’ έτρεξαν εν τω άμα.

Πλήθος καΐκια έγεμεν επάνω στην κουβέρτα
κ’ ανθρώπους ως τελώνια πάνω στα παραμπέττα.

Ήλθεν πιλότος παρευθύς για να το πουαζάρη
κ’ εκείνος εδιώρησε πώς πρέπει να φουντάρη.

Εφούνταρεν και έριψεν ευθύς την σκάμπα - βία
στο γενομείον έτρεξαν αμέσως και με βίαν.

Ελευθεροκοινώνησαν κ’ αμέσως ξεμπαρκαίρουν
γιατ’ ο καιρός επέρασεν και θα τα χεσοφέρουν.

Για δυο ημέραις γλύτωσαν κ’ ήρχοντο για τον Φόρον
κ’ εγέμισεν η θάλασσα από λατίνια όλον.

Ήλθαν και μας αντάμωσαν ακόμα αραγμένους
κ’ απ’ ταις φουρτούναις ταις πολλαίς σαν στενοχορημένους.

Όταν εκαλοσύνευσεν το πέλαγος γεμίζει
κ’ από το πλήθος των παννιών η θάλασσα ασπρίζει.

Ήσαν ως εννιακόσια πλοία που αρμενίζαν
Καλύμνικα και Συμιακά πλέον δεν εγνωρίζαν.

Ττουρλού ττουρλού πλοιάρια είδα την ώραν κείνην
κ’ ο νους μου εζαλίσθηκε κ’ άλλης λογής εγίνη.

Ας ήμουν τότε φίλοι μου εγώ ’νας φωτογράφος
για να σταμπόσω όλ’ αυτά χωρίς κανένα λάθος!!

Να δη ο κόσμος πράγματα να φρίξη η Ευρώπη,
να δουν με ποίαν μέθοδον βουττούσιν οι ανθρώποι!!

Την τυρρανίαν και λοιπά όπου τα υποφέρουν.
διότι’ οι Ευρωπαίοι αυτοί ακόμη δεν ηξεύρουν!

Άστραπτε και εβρόντηζε κ’ ο κόσμος εφοβάτο
κ’ οι βουττικτάδες φίλοι μου αγάντα εις τον Πάγκο!

Μπορίνια λέγω κεραυνούς όλα τα υποφέραν
σαν γλάροι εις το πέλαγος νύκτα τε και ημέραν!

Φουρτούνες, και κατακλισμούς, ανέμους, τρικυμίας,
όλα τα υποφέραμεν κ’ επάθαμεν ζημίας!

Άγρυπνοι σας Τσακκάλλιδες, πολλοτυρανισμένοι, 
ημέραν εβουττούσαμεν την νύκτ’ αγρυπνημένοι!

Είχεν και μηχανάς πολλάς πάνω από διακόσαις
και ήτον Αιγινήτικαις κ’ Υδραίϊκες καμπόσαις.

Κυριακήν δεν ήξευραν ούτε καμμίαν σχόλη
όλας τας εδουλεύασιν ετούτοι οι διαβόλοι.

Την Πίστιν επαράτησαν να βγάλλωσι σφογγάρια
νομίζοντες οτ’ ήσανε κ’ αυτά μαργαριτάρια.

Και μάλαμα να βγάλλανε χατήρι της θρησκείας
έπρεπε να το χάσωσι κι’ας πάθουν και ζημίας.

Και όχι να δουλεύωσι κοντά εις τα καΐκια
να γίνονται πλιό άλογα και από τα κατσίκια.

Μα ο θεός όπου φρονεί και βλέπει και τα πάντα
όσοι κι’ αν εδουλεύασι τους έριψεν στην βάνταν.

Όλοι εσκάσασιν εκεί στον πάγκον κ’ εποθάναν
και άλλους μισοζοντανούς στους φάρδους τους εβάναν.

Και ένα πετροκόφινον σαβούραν για φαγίν των
γυμνούς τους εκαλούμεραν από την μηχανήν των.

Πάνω από τους εκατόν αφίσαν σαν βαρδιάνους
τον πάτον να φυλάττωσι έτσι ορδινιασμένους.

Και πρώτος ο Δημητραλλάς ηύρεν ένα τσουβάλλι
και είπεν του συντρόφου του να δέση να το βγάλη.

Διότι ενομίζασι τούτα τα παλλικάρια
πως το τσουβάλλι ήτανε γεμάτο με σφογγάρια.
Και ότι τάχα έπεσεν από κανένα πλοίον
με το να ήτο τ’ άνοιγμα δεμένον με σχοινίον.

Το έβγαλαν το έλυσαν κ’ άνθρωπον βλέπουν μέσα
με φόβον και με τρομασμόν αμέσως το εδέσα.

Το έριψαν στην θάλασσαν και παρευθύς εφύγαν
κ’ όσον μακράν ημπόρεσαν από εκεί υπήγαν.

Κ’ εγώ ο ίδιος φίλοι μου εγώ ο ποιητής σας
που γραφ’ αυτό το ποίημα για ευχαρίστησίν σας,

έπιασα με τα χέρια μου και με το φώς μου είδα.
τρεις μανικάτους και γδυμνούς καθείς σε μια σπιρίδα.

Κάτω στον πάτο ήτανε μακράν ο εις του  άλλου
κ’ εφαίνοντο αι μύτται των ωσάν του παπαγάλλου.

Δουλιάν που την επάθετε καμένοι μανικάτοι
στους φάρδους σάς εβάλανε για νεκρικόν κρεβάττι.

Πολλούς ερίπταν και γυμνούς και δέναν στον λαιμόν των
μιαν πέτραν και τους έριχναν να πάγουν στην δουλιά των.

Και δεν τους επηγαίνασιν έξω για να τους θάψουν
ως φίλους και  συντρόφους των ολίγον να τους κλάψουν.

Μόνον τους εσκαντάλιεραν στης θάλασσας τον πάτον
και μίαν πέτραν έδεναν στον κάθε μανικάτον.

Ήτον μέν κ’ η ξηρά μακράν μίλια σαράντα
μα έπρεπεν ο πλοίαρχος να μη των λεγ’ αγάντα.

Τα ψάρια ήτον πλησμονή τα Φαγκριά προπάντων
ορφοί και βλάχοι και λοιπά στης θάλασσας τον πάτο.

Επιάνναμεν κ’ ετρώγαμεν και πάνω στην δουλιάν μας,
κ’ από τα ψάρια πέρασεν ωραία η κοιλιά μας.

Ημείς επιάσαμεν ορφόν εξηνταπέντ’ οκκάδες
κ’ αμέσως τον επάστρεψαν σύντομα οι κουπάδες.

Εγώ δε πούμαι μάστορης στα ψάρια να τα ψήνω
δεν είδα τέτιο παχυλόν ψάρι ωσάν εκείνο.

Μα ύστερον σαν έριψαν πλέον τους μανικάτους
στην θάλασσαν έτσι γυμνούς κ’ απ’ τα φορέματά τους,

έπιασεν ένα δυο βλάχους Κούρος ο Σακκελάρης
ήτον Καλύμνιος πλοίαρχος όσιος, κ’ αντικάρης.

Κ’ έσχισεν την κοιλίαν των, κι ηύρεν δακτύλια μέσα
μ’ ονύχια ανθρωπινά που φάγαν απ’ τα λέσα.

Ηύρεν πετσί της κεφαλής και είχεν τρίχαις πάνω
κ’ ως το’δα απ’ τον φόβον μου κόντεψα να ποθάνω.

Διότι ήμεθα κοντά με τούτο το καΐκι
πού βγαλεν απ’ την θάλασσαν αυτό το τεφαρίκι.

Κ’ ευθύς ειδοποιήσαμεν εις όλα τα καΐκια
των μηχανών τα πράγματα και τα μασκαρελίκια.

Και πλιόν να μη ψαρεύωσι και ψάρια να μη φάγουν
ούτε στο ψάρεμα ποτέ εις τον εξής μη πάγουν.

Διότι ειν’ ακάθαρτα ως τρώγοντα ανθρώπους
και τέτια λέσα έριψαν εις διαφόρους τόπους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου